Bruce Dickinson
What does this button do?
2017 – HarperCollins Publishers
Όταν ήμουν πιτσιρικάς, γύρω στα δεκάξι – αν θυμάμαι καλά – είχα πετύχει στο περιοδικό Αγόρι τη μάχη Μεταλλάδων και Ντουρανόβιων από την αρχή της. Εν μέσω λοιπόν αυτής της εντελώς άκυρης, αλλά διασκεδαστικής – εκείνη την περίοδο – κόντρας, το μάτι μου έπεσε στην επιστολή που είχε στείλει στο περιοδικό μια κοπέλα. Έκλεινε το γράμμα της με την εξής πρόταση. «Και όσοι θαυμάζουν τον Bruce Dickinson, μπράβο τους»! Επειδή δεν είχα ιδέα για τι πράγμα μιλούσε, ρώτησα το γείτονά μου το Νεκτάριο, που τότε άκουγε Heavy Metal. «Είναι ο τραγουδιστής των Iron Maiden» μου είπε, λες και ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Ένα χρόνο αργότερα, όταν ξεκίνησα το ταξίδι μου στο Μέταλ και τους Maiden, τότε συλλογίστηκα ότι μπορεί και να ήταν…
O Paul Bruce Dickinson είναι ο καλύτερος τραγουδιστής που είχαν ποτέ οι Αυτοκράτορες του Μέταλ. Παίζει να είναι και ο πιο κοντός που είχαν ποτέ, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα. Όσοι ασχολήθηκαν με το μεγαλύτερο Μέταλ σχήμα από καταβολής του ιδιώματος (κλασσική επανάληψη – δεν θα σταματήσει ποτέ, εννοείται), γνωρίζουν ότι ο Dickinson δεν καθόταν ποτέ ήσυχος. Όταν δεν τραγουδούσε, όταν δεν ηχογραφούσε, όταν δεν συνέθετε, έκανε ένα σωρό άλλα πράγματα. Το γνωρίσαμε σαν αθλητή της ξιφασκίας, στη συνέχεια μάθαμε ότι έγραφε νουβέλες, κάποια στιγμή πληροφορηθήκαμε ότι ήθελε να γράψει σενάριο για ταινία, ενώ έσκασε και το «μυστικό» ότι έκατσε και έμαθε να πατάει αεροπλάνα, για να δουλέψει στη συνέχεια, κανονικότατα ως έμμισθος πιλότος, σε αεροπορική εταιρεία. Πέρα από την αξιοζήλευτη σόλο καριέρα του, έχει κάνει ραδιοφωνικές εκπομπές στο BBC, έχει κάνει ντοκιμαντέρ, έχει μιλήσει σε άπειρα συνέδρια για θέματα που αφορούν επιχειρηματικές κινήσεις… Και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό…
Ο τραγουδιάρης των The Shots, των Xero, ο τραγουδιστής των Samson, ο άνθρωπος που ένα βράδυ στο Reading, κάτω από μια κολώνα που φώτιζε κάπου στον χώρο, έκανε ένα σκασμό από κόσμο και δημοσιογράφους να κοιτούν έντονα προς το μέρος του, καθώς συζητούσε με τον Σερίφη των Maiden, τον Rod Smallwood, αυτός ο μικροκαμωμένος Εγγλέζος, γεννατύχημα (ήτοι accident of birth) του ’58, είναι εδώ και πολύ καιρό ένας «Άνθρωπος της αναγεννήσεως», είναι ένα πολυπράγμον ον, είναι ο τύπος ανθρώπου που δεν χορταίνουμε να θαυμάζουμε. Αυτό το βιβλίο είναι η δική του προσπάθεια να μας δώσει κάτι από την πορεία του ως τώρα. Από τότε που ήταν μπούλης και άλλαζε συνέχεια σπίτια και σχολεία, μια και οι γονείς του είχαν βαλθεί να σπάσουν το ρεκόρ Guinness στις μετακομίσεις, από τότε που αποβλήθηκε από το σχολείο γιατί ούρησε στο φαγητό του διευθυντή του ιδρύματος, μέχρι τις πρώτες του πρόβες με μπάντες, μέχρι τις πρώτες ζωντανές εμφανίσεις, μπροστά από τρία άτομα και με μισθό τρεις λίρες, μέχρι την πρώτη ηχογράφηση, το πρώτο άλμπουμ και την ένταξή του στο Θηρίο… Από τότε μέχρι τότε λοιπόν, ο Air Raid Siren έδειξε πως είναι πλασμένος για πολλά. Για πολύ περισσότερα, για κάτι μεγαλύτερο ακόμα κι απ’ αυτούς, τους Maiden!
Φανταστείτε οποιοδήποτε τραγουδιστή σ’ αυτή τη θέση. Να παίζει κάθε βράδυ μπροστά από δεκάδες χιλιάδες κόσμο, που είναι στο παρά πέντε – ίσως και στο και πέντε – να τον θεοποιήσει και να μην του φτάνει… «Όταν δεν παίζω με τους Maiden πετάω αεροπλάνα» και ο κόσμος είχε τρελαθεί. Πόσοι και πόσοι οπαδοί δεν σκέφτηκαν να πάνε στη Μύκονο ή στη Ρόδο, προκειμένου να πετύχουν το Dickinson σε κάποια από τις charter πτήσεις του…
Το βιβλίο είναι γεμάτο με ιστορίες που ξέρουμε και που… δεν ξέρουμε! Ο Paul BD αφηγείται με έναν εξαιρετικό τρόπο, διαθέτει ένα εκπληκτικό λεξιλόγιο και μια και το βιβλίο διατίθεται μέχρι στιγμής στα αγγλικά μόνο, μπορώ να φανταστώ ότι πολύς λαός θα έχει θέμα με την ανάγνωση. Η αφήγηση είναι άνετη, κάποιες φορές (εντάξει, μπόλικες) χρησιμοποιούνται μεγαλεπήβολες λέξεις και ο συγγραφέας πετάει διάφορα χιουμοριστικά ιντερμέδια και σχόλια, κάνοντας το κλίμα πιο ανάλαφρο. Εννοείται πως τεράστιο χώρο στη διήγησή του λαμβάνουν τόσο οι Maiden όσο και τα αεροπλάνα. Αυτό που (δεν) προκάλεσε εντύπωση ήταν το γεγονός ότι δεν αναφέρεται καθόλου στην οικογένειά του και τα παιδιά του. Αναφέρεται στους γονείς του, σε παππούδες, γιαγιάδες και θείους, αλλά δεν του φεύγει πουθενά κουβέντα για τις συζύγους και τα βλαστάρια του. Ο ίδιος λέει πως αν το έκανε δεν θα έφταναν ούτε οκτακόσιες σελίδες…
Από τις ιστορίες που λάτρεψα ήταν – κλασσικά – η ηχογράφηση με τους Samson στα στούντιο του Ian Gillan και η «διάσωσή» του από τον θρυλικό τραγουδιστή και προσωπικό του είδωλο, όταν ένα «ατυχηματάκι» τον έκανε να μη θέλει να αποχωριστεί τη λεκάνη της τουαλέτας του συγκεκριμένου στούντιο. Εξαιρετική η αφήγηση γύρω από τις τεράστιες περιοδείες των Maiden, με έμφαση στο όραμα του Steve Harris, ο οποίος είχε από την αρχή κατασταλάξει για το τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Σημαντικότατη η αναφορά στον Nicko McBrain, η οποία δείχνει και το ήθος του. «Ήλθε στο συγκρότημα ένας επαγγελματίας μουσικός» σημειώνει ο Dickinson και στη συνέχεια γράφει πως ο συμπαθέστατος φλατνόουζ ήταν overqualified για τη μπάντα τότε.
Υπέροχη η αφήγηση γύρω από την απίστευτη περιπέτειά του – και των μουσικών που ήταν τότε μαζί του – να πάνε μέχρι το Σαράγιεβο το 1994, εν καιρώ πολέμου και να παίξουν ζωντανά εκεί. Ο πόλεμος μαινόταν, οι περιγραφές είναι γνήσιες και σκληρές σε διάφορα σημεία και φωτογραφίζουν τη φρίκη όσο και την ελπίδα. Είναι πραγματικά ένα σπουδαίο εδάφιο στο βιβλίο και η ταινία που έχει βγει (Scream for me Sarajevo) είναι ένα ντοκιμαντέρ μεγατόνων.
Εκεί όμως που πραγματικά συγκινήθηκα, εκεί που πλέον ήμουν πολύ προσεκτικός στο διάβασμά μου, για να μη μουσκέψω τις σελίδες… Ήταν η περιγραφή γύρω από την περίοδο που ο Dickinson έδινε τη δική, καταδική του, προσωπική του μάχη με τον καρκίνο. Οι πρώτες υποψίες, οι ενδείξεις, οι υπόνοιες, η επίσκεψη στον γιατρό, οι εξετάσεις, οι χημειοθεραπείες, ο εύλογος φόβος, οι έγνοιες, όλα όσα άφηναν οι θεραπείες πίσω τους, ο πόνος, η όποια απελπισία… Ακόμα κι όταν είσαι τόσο πλούσιος όσο ένας μεγάλος Ροκ σταρ, ακόμα κι αν έχεις την επιλογή των καλύτερων γιατρών και νοσοκομείων, στην ουσία είσαι εσύ, μόνος σου, απέναντι στο “Until it sleeps”… Στο τέλος ο Dickinson κέρδισε τη μάχη και μαζί μ’ αυτή μια θέση στην καρδιά μας. Ο μεγάλος τραγουδιστής είναι πλέον ένας τεράστιος άνθρωπος, ένα icon πραγματικό. Είναι μάλλον ο πολύ κουλ θείος που όλοι θα θέλαμε να έχουμε, κάπως σαν τον κουλ θείο που είχε και κείνος παιδί. Η συγκίνηση σ’ αυτό το κεφάλαιο είναι πραγματικά μεγάλη και μόνο κάποιος που έχει διαβάσει (και έχει πονέσει) μπορεί να καταλάβει…
Δεν υπάρχει λόγος να σας γράψω εδώ αν σας προτείνω το βιβλίο ή να σας γράψω κάποια άλλη παπάτζα… Ανεξαρτήτως γκρικ καν-τ ή άλλων γραφικών σημείων και στοιχείων μετέπειτα, όλοι οι Maidenάδες έχουν πάει και έχουν αγοράσει ή θα πάνε και θα το αγοράσουν και όλοι τους κάποια στιγμή θα συζητήσουν το περιεχόμενο του βιβλίου και θα πουν εκείνο ή το άλλο. Εγώ απλά θα σας αφήσω με εκείνη την κουβέντα, εκείνης της επιστολής, εκείνης της κοπέλας, σ’ εκείνο το περιοδικό. «Και όσοι θαυμάζουν τον Bruce Dickinson, μπράβο τους»!
Κώστας Κούλης
0 Comments