Day 3 – Caught Somewhere in France
Όταν ξεκινάς τη μέρα σου με live Evergrey, δεν είναι δυνατόν να πάει κάτι στραβά. Άλλο ένα από τα πολύ συναισθηματικά φορτισμένα live του τετραημέρου, που με τα σκοτεινά, μελωδικά και ατμοσφαιρικά δημιουργήματα της απαράμιλλης καλλιτεχνικής φύσης τους και τις συγκλονιστικές ερμηνείες του Englund, μας σήκωσαν την τρίχα κάγκελο. Το πώς θα κυλούσε το συγκεκριμένο live φάνηκε από την αρχή με το “Save Us”. Οι Evergrey χτίζουν τραγούδια με συναίσθημα, με ακατέργαστα riff, με θλιβερές νότες, με σκοτάδι, θυμό και μελαγχολία. Το “Midwinter Calls” μας κλείδωσε στα πιο μαύρα δωμάτια της ψυχής μας, ενώ το “King Of Errors” έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Δεν υπάρχουν λόγια.
Μας πήρε λίγη ώρα να συνέλθουμε από το σοκ, κάνοντας βόλτα στον χώρο και αράζοντας στα stand με τις μπύρες, όταν συνειδητοποιήσαμε ότι είχε πάει σχεδόν τέσσερεις το μεσημέρι και έπρεπε να κατεβούμε στα Mainstages για Beast In Black. Time to party! Από τη μελαγχολία των Evergrey, στο χαρούμενο power των Beast In Black. H μπάντα, αποτελούμενη από καταπληκτικούς μουσικούς κι έναν ακόμα πιο καταπληκτικό Γιάννη Παπαδόπουλο στη φωνή, να οργώνει τη σκηνή με το μαύρο παλτό του, ξεσήκωσε κυριολεκτικά τον κόσμο. Δεν υπήρχε ούτε ένας εκεί στο μπροστινό μέρος, που να μην τραγουδούσε. Όλο το set ήταν ένα γνήσιο χορευτικό party. “Blade Runner”, “Sweet True Lies”, “Blood Of A Lion”, οι ανεβαστικές και πιασάρικες μελωδικές γραμμές του “Blind And Frozen” και του “One Night In Tokyo”, το κλείσιμο με “End Of The World” (σ.υ.υ.: ΕΤΣΙ), τα παιδιά μας έφτιαξαν τη διάθεση.
Περίμενα με αρκετή ανυπομονησία το live των Arch Enemy, είναι μία μπάντα που αγαπάω, με τις μαγικές κιθάρες των Amott / Loomis, το ηφαιστειακό rhythm section των Erlandsson / D’ Angelo και τη φωνάρα της Alissa, που για μία ακόμα φορά απέδειξε ότι στη σκηνή μεταμορφώνεται σε θηρίο. To show αποτελείται κατά το ήμισυ από κομμάτια του “Deceivers” (“Deceiver, Deceiver” – “House Of Mirrors” – “The Watcher” – “Handshake With Hell” – “Sunset Over The Empire”), με πινελιές από παλαιότερες δουλειές τους όπως το “War Eternal” και το “Eagle Flies Alone”. Επαγγελματική εμφάνιση, με τη χαρισματική Alissa White-Gluz, άκρως επικοινωνιακή και μοιράζουσα κλωτσίδια στον αέρα, να κερδίζει τον κόσμο από την πρώτη στιγμή, τα βροντερά riff και τα lead-ξυραφιές των Amott και Loomis να γεμίζουν την ατμόσφαιρα, η μία ώρα πέρασε χωρίς καν να το καταλάβουμε και φύγαμε όλοι ευχαριστημένοι.
Είχαμε λίγο χρόνο στη διάθεσή μας, έως την επόμενη μπάντα που θέλαμε να δούμε και τον εκμεταλλευτήκαμε για λίγη ξεκούραση. Μετά, επιστρέψαμε στην Temple, όπου έξι τρολ με προσθετικά μυτερά αυτάκια, είχαν στήσει ένα κολασμένο party. Οι Finntroll είναι μοναδικοί σ’ αυτό που κάνουν. Οι μελωδίες τους είναι μοχθηρές αλλά ταυτόχρονα και ευχάριστες. Έχουν μεγάλο ηχητικό εύρος, έχουν riff που σιγοβράζουν, έχουν δύναμη, ενέργεια και πάθος. Συνδυάζουν τα folk στοιχεία με το black metal αριστοτεχνικά και προσέφεραν στον κόσμο μία ώρα γεμάτη με μία υπέροχη συλλογική αίσθηση ενθουσιασμού.
Κατεβαίνοντας πάλι προς τα Mainstages για να πιάσουμε όσο καλύτερη θέση γίνεται για τους Iron Maiden, προλάβαμε και το δεύτερο μισό του set των Powerwolf. Ήταν η τρίτη φορά που τους πετυχαίνω στο Hellfest, οπότε ήξερα ακριβώς τι να περιμένω. Ξεσηκωτικοί, επικοινωνιακοί, με αρκετά προ-ηχογραφημένα. Το show που στήνουν είναι αριστοτεχνικό. Το γερμανικό κουιντέτο έχει ρίξει τα ξόρκια του σε όλη σχεδόν την ηπειρωτική Ευρώπη κι αυτό γίνεται άμεσα αντιληπτό από τις αντιδράσεις του κόσμου, με τον ενθουσιασμό να μην εξαντλείται ποτέ. Τους προλάβαμε από το τέλος του επικού “Demons Are A Girl’s Best Friend”, ενώ ακούσαμε ακόμα και τις εκρηκτικές ερμηνείες των “Sanctified With Dynamite” και “We Drink Your Blood”, προτού το “Werewolves Of Armenia” φέρει το τέλος της βραδιάς.
Πέντε λεπτά μετά έπεσαν οι πρώτες νότες του “Doctor Doctor” και το τι έγινε… Είναι αδύνατο να αποτυπωθεί αυτό το πράγμα στο χαρτί – έστω, στην οθόνη. Αμέσως μετά, το intro με τη μουσική του “Blade Runner” και στα καπάκια “Caught Somewhere In Time”. Το νέο show των Maiden είναι μία συναρπαστική εμπειρία, είναι μια υπενθύμιση της ποιότητάς τους. Συνδυάζοντας κομμάτια από το “Senjutsu” και το “Somewhere In Time”, συν κάποια bonus, σέρβιραν ένα set επικών διαστάσεων. O Dickinson είναι σε εκπληκτική φόρμα. Οργώνει τη σκηνή, σκαρφαλώνει πίσω από τα τύμπανα, παίζει με τον κόσμο μιλώντας αποκλειστικά στα γαλλικά. Ουρλιάζει ‘Scream for me Hellfest’, για να ξεκινήσει κάπως έτσι το “Stranger In A Strange Land”, το “Writing On The Wall” και το “Days Of Future Past”. Παρεμπιπτόντως, τα κομμάτια του “Senjutsu” για κάποιο λόγο ακούγονται απείρως καλύτερα live απ’ ό,τι στο δίσκο. Ο κόσμος είναι εκστατικός και τα crowd surfing δεν σταμάτησαν ποτέ.
Στο “Death Of The Celts” κάπως σαν να έπεσαν λίγο οι παλμοί, αλλά ανέβηκαν ξανά μονομιάς με τα “Can I Play With Madness” και “Heaven Can Wait”, για να ακουστεί μετά η εισαγωγή. “My son, ask for thyself another kingdom, for that which I leave is too small for thee”. Ακούγοντας για πρώτη φορά το “Alexander The Great” ζωντανά, συνειδητοποίησα ότι δεν είναι μόνο οι Έλληνες οπαδοί που το ζήταγαν τόσα χρόνια. Είναι οι πάντες. Το να ακούς εβδομήντα με ογδόντα χιλιάδες κόσμου να τραγουδάνε σχεδόν όλους τους στίχους και να ξελαρυγγιάζονται στο ρεφρέν, είναι το λιγότερο ανατριχιαστικό. Κάποια κομμάτια δεν λείπουν ποτέ, ανεξαρτήτως περιοδείας (“Fear Of The Dark”), ενώ έκλεισαν αυτό το συγκλονιστικό live με “The Trooper” και “Wasted Years”. Τα εναλλασσόμενα γραφικά στις οθόνες ήταν εκπληκτικά. Τα τραγούδια του “Somewhere In Time” αναδείχτηκαν μέσα από υπέροχα μοτίβα επιστημονικής φαντασίας, με πινακίδες από νέον ενώ ο Eddie έκανε την εμφάνισή του στη σκηνή δύο φορές, μία ως μέλος αυτού του φουτουριστικού σκηνικού και μία ως samurai, για τα κομμάτια του “Senjutsu”. Ο Harris και ο Gers – όπως πάντα – αλώνιζαν στη σκηνή, ο Smith και ο Murray – όπως πάντα – λίγο πιο στατικοί. Ο McBrain έχει ρίξει το tempo σε κάποια κομμάτια, αλλά αυτό το ξέραμε από την αρχή. Κάποια μικρολαθάκια που έγιναν, όπως π.χ. στο κλείσιμο του “Wasted Years”, πιστέψτε με, δεν χάλασαν κανέναν. Ήταν ένα αδιανόητα όμορφο show, ήταν ένα από τα καλύτερα live του τετραημέρου και είναι κρίμα που δεν βρέθηκε ένας διοργανωτής να φέρει αυτό το show στην Ελλάδα φέτος.
Σειρά είχαν οι Within Temptation στη Mainstage 2. Το κρίμα για τους Ολλανδούς είναι ότι τουλάχιστον στην αρχή, οι σκέψεις μας στροβιλίζονταν γύρω από το έπος των Maiden που μόλις είχαμε ζήσει, οπότε τα δύο πρώτα κομμάτια τα “είδαμε” λίγο επιδερμικά, χωρίς να καταλαβαίνουμε και πολλά. Εν συνεχεία όμως, παρατηρήσαμε ένα show με υπέροχα σκηνικά, με την ανεπιτήδευτα χαμογελαστή Sharon Den Adel να μαγεύει και να κλέβει την παράσταση, αναδεικνύοντας το απίστευτο φωνητικό της εύρος. Οι πίδακες φωτιάς, οι καπνοί, τα λέιζερ, τα γραφικά και τα όμορφα χρώματα, δημιούργησαν μία αίσθηση θεατρικής παράστασης, που έδεσε απόλυτα με τον συμφωνικό ήχο και τον ενθουσιασμό της μπάντας. Έπαιξαν “Faster”, “Angels”, “Stand My Ground”, “Paradise”, “What Have You Done” και άλλα και έκλεισαν με “Mother Earth”. Μιάμιση ώρα εξαιρετικά ευχάριστη.
Είχε πάει ήδη μία και κατεβήκαμε προς τις μικρότερες σκηνές για να χωθούμε στην πηγμένη Altar, όπου σε λίγα λεπτά έβγαιναν οι Meshuggah. Τα κόκκινα φώτα της σκηνής άρχισαν ν’ αναβοσβήνουν έντονα, σε σημείο επιληψίας, καθώς ακούστηκαν οι πρώτες νότες από το “Broken Cog”. To “Rational Gaze” έκανε το κοινό να εκραγεί, το “Ligature Marks”, με την κιθάρα να γρυλίζει και τον Jens Kidman να βρυχάται στο μικρόφωνο, δεν άφησε κανέναν να πάρει ανάσα, ενώ συνέχισαν με “Born In Dissonance”, με τη μπάντα σχεδόν κρυμμένη μέσα σ΄ ένα πέπλο κόκκινης ομίχλης. Με βροντερό ήχο, έκαναν τον κόσμο να παραληρεί από την πρώτη στιγμή. Είδαμε σχεδόν μισή ώρα από το set τους, αφού είχαμε αποφασίσει το τελευταίο ημίωρο της μέρας να το αφιερώσουμε στη Warzone και τους Municipal Waste. Crossover – thrash, ταχύτητες στο maximum, κομμάτια των δύο λεπτών, ιδρώτας, mosh pit, συνεχόμενα crowd surfing, level ενέργειας στο συν άπειρο. Δεν χρειάζονται πολλά για να περάσεις καλά και οι Municipal Waste το ξέρουν. Καταφέρνοντας να χωρέσουν είκοσι ένα τραγούδια μέσα σε μία ώρα, η αποστολή τους ήταν να καταστρέψουν ό,τι βρίσκεται μπροστά τους και το έκαναν χωρίς δυσκολία. “Thrashing’s My Business”, “Grave Dive”, “Headbanger Face Rip”, “Terror Shark”, κλείσιμο με “Art Of Partying” και κάπως έτσι, μ’ ένα χαζό χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής για το ξενοδοχείο.
Κείμενα, φωτογραφίες: Πάνος Κορδάτος
0 Comments