Day 4 – High noon, your doom, comin’ for you: Cowboys from Hell-fest
Η τέταρτη μέρα, από πλευράς καιρικών συνθηκών, ήταν καταστροφική. Οι ουρανοί είχαν ανοίξει από το πρωί και το ήδη πατημένο γρασίδι, μετατράπηκε εύκολα σε λάσπη. Αφού παρακολουθήσαμε με ενδιαφέρον έναν εκπληκτικό αγώνα που είχαν στήσει μερικοί τύποι, πέφτοντας με τα μούτρα στις λάσπες και προσπαθώντας να τσουλήσει ο ένας πιο μακριά από τον άλλο, κατεβήκαμε στη Mainstage 2 για Halestorm.
H εκπληκτική Lzzy Hale με τη φωνάρα της ξεκίνησε να τραγουδάει a capella το “I Miss The Misery” και η μπάντα έκανε την είσοδό της στη σκηνή. Ακολούθησαν διαδοχικά τα “Love Bites [So Do I]” και “I Get Off”, με τη Lzzy να γρυλίζει, να λικνίζεται, να αστειεύεται με το κοινό, να κάνει γκριμάτσες στους φωτογράφους, ήταν παντού και ξεκάθαρα η σταρ του συγκροτήματος. Το στολίδι του σετ ήρθε με τη μπαλάντα “Familiar Taste Of Poison”, με τα γεμάτα ψυχή φωνητικά και τις ονειρικές μελωδίες. Οι Halestorm είναι μια απίστευτα ταλαντούχα ομάδα μουσικών και έχουν ακόμα πάρα πολλά να μας δώσουν.
Καθώς η βροχή είχε αρχίσει να “χαλαρώνει”, κάναμε στροφή προς την Altar για να δούμε Holy Moses. Είναι πολλές οι μπάντες που επιλέγουν για εισαγωγή κάποιο τραγούδι άλλου συγκροτήματος. Για παράδειγμα οι Iron Maiden βγαίνουν με το “Doctor Doctor” (UFO), οι Kiss με το “Rock ‘n Roll” (Led Zeppelin), οι Running Wild με το “Rock ‘n Roll All Nite” (Kiss) κτλ. Έτσι και οι… ερωτικοί Holy Moses, επέλεξαν για εισαγωγή το… “Careless Whisper” του George Michael, δημιουργώντας πανικό πριν ακόμα βγουν στη σκηνή. Η ηρεμία πριν από την καταιγίδα. Η Sabina Classen δείχνει από την αρχή ότι το σανίδι της ανήκει. Είναι κτήμα της. Βρυχάται, παίζει με τον κόσμο, τρέχει πάνω κάτω, δεν υπάρχει σημείο της σκηνής που να μην πάτησε. Όλο το show είναι μια ανελέητη επίθεση, με αιχμηρό και στιβαρό rhythm section, βαριά κι εφευρετικά riff, old school αγριότητα. Τευτονικό thrash στα καλύτερά του.
Κατεβήκαμε πίσω στη Maintage 1 για το set των Amon Amarth και προλάβαμε το κλείσιμο των Electric Callboy στη Mainstage 2. Ούτε πολλή ώρα καταφέραμε να δούμε, ούτε αυτό που άκουσα, όσο άκουσα, ήταν του γούστου μου, οπότε προφανώς δεν μπορώ να εκφέρω άποψη. Ο κόσμος έδειξε να το διασκεδάζει, πάντως.
Τους Amon Amarth δεν τους χορταίνω όσες φορές κι αν τους δω. Με ένα επικό σκηνικό, που περιελάμβανε ένα κράνος Viking πολεμιστή, πάνω στο οποίο ήταν στημένα τα τύμπανα κι ένα τεράστιο πανό από πίσω, που απεικόνιζε μερικές δεκάδες Vikings, η μπάντα έκανε έναρξη με το “Guardians Of Asgaard”. Πριν μπούμε στο photo pit, μας προειδοποίησαν ότι δεν πρέπει να πλησιάσουμε πολύ κοντά στη σκηνή και το γιατί φάνηκε από το πρώτο κομμάτι. Όλο το set είναι μία επίθεση φωτιάς, είναι σαν να βρίσκεσαι μέσα στην καρδιά της κόλασης. Συνέχισαν με τα επικά “Raven’s Flight”, “Death In Fire”, “Raise Your Horns”, έκλεισαν με “Twilight Of The Thunder God” και όλα είχαν την ενθουσιώδη υποδοχή που θα περίμενε κανείς από το στρατό των Vikings, που είχε γεμίσει τον χώρο μπροστά στη σκηνή και πρόθυμα είχε τραβήξει κουπί λίγη ώρα πριν στο “Put Your Back Into The Oar”.
Οι Incubus ακύρωσαν, δυστυχώς, την τελευταία στιγμή, έτσι μας έμεινε λίγος χρόνος ελεύθερος για να απολαύσουμε λίγο φαΐ και τις τελευταίες μπυρίτσες, αφού το κολασμένο αυτό τετραήμερο βάδιζε σιγά-σιγά προς το τέλος του.
Ο κόσμος είχε γεμίσει τον χώρο μπροστά στη Mainstage 1, σε σημείο που δε μπορούσες να προχωρήσεις κι αυτό γιατί σε λίγη ώρα στη σκηνή θα ανέβαινε ο Jack Black και η παρέα του για το show των Tenacious D. Με αιχμηρά και πανέξυπνα αστεία ανάμεσα στα κομμάτια, έκαναν τον κόσμο να διασκεδάσει και να γελάσει μέχρι δακρύων. Δυστυχώς, εγώ εκείνη τη στιγμή δεν ήμουνα σε mood χαβαλέ και όλο αυτό το τύπου stand-up comedy, ελάχιστα με διασκέδασε και κατά πάσα πιθανότητα, πρέπει ήμουν ο μοναδικός ανάμεσα σε όλους όσοι παρακολουθούσαν εκείνη τη στιγμή, που δεν γέλαγε με τα αστεία. Σημασία όμως δεν έχει το πώς ήμουνα εγώ, αλλά το πώς ήταν οι υπόλοιποι εβδομήντα χιλιάδες άνθρωποι και από τα χαμογελαστά πρόσωπα που έβλεπα τριγύρω μου, το project του Jack Black είχε απόλυτη επιτυχία. Αφού λοιπόν είδα και μερικά κομμάτια, μεταξύ των οποίων και το υπέρτατο έπος “Tribute”, ξαναγύρισα στη συντροφιά της Temple.
Εκεί δηλαδή που είχαν βγει οι Lord Of The Lost, οι οποίοι δείχνουν να είναι ασταμάτητοι στην αναρρίχησή τους προς τις μουσικές κορυφές. Με ενέργεια και πάθος που τσακίζουν και θεατρικές κινήσεις στη σκηνή, δίνουν το στίγμα τους, ηλεκτρίζοντας την ατμόσφαιρα. Το set περιλαμβάνει κομμάτια όπως το “Blood & Glitter”, το “Morgana” και το “Die Tomorrow”, κομμάτια δηλαδή που αποτελούν την επιτομή της ικανότητας της μπάντας να φτιάχνει πιασάρικα κουπλέ και ρεφρέν που σου καρφώνονται μονομιάς στο μυαλό, διατηρώντας παράλληλα μια κάπως σκοτεινή αισθητική. Αξέχαστη εμπειρία.
Με το που τέλειωσαν οι Lord Of The Lost, μετακόμισα στη διπλανή σκηνή, Altar, όπου ετοιμάζονταν να βγουν οι Dark Angel. Οι μάγκες από τη Δυτική Ακτή, με το old-school thrash, βοήθησαν πολύ στο σπάσιμο των αλάτων που είχαν μαζευτεί στον αυχένα μας. O Reinhart με την ωμή, ακατέργαστη φωνή, παραμένει αγέραστος. H Laura Christine, που ανέλαβε τη δεύτερη κιθάρα στη θέση του εκλιπόντος Jim Durkin, εκτός από το ότι είναι άψογη στα καθήκοντά της, αποδεικνύεται και πανέξυπνη στο επικοινωνιακό παιχνίδι και με τον κόσμο αλλά και με τους φωτογράφους, προσφέροντας μερικές από τις καλύτερες λήψεις που μας προσέφερε μουσικός κατά τη διάρκεια του τετραημέρου. Με τον ήχο να σπέρνει, απολαύσαμε μεταξύ άλλων τα “Death Is Certain [Life Is Not]”, “Burning Of Sodom”, “Merciless Death” κ.α., όμως κάπου εκεί, στα ένα-δύο κομμάτια πριν κλείσει το set, αναγκαστήκαμε να κατέβουμε βιαστικά στη Mainstage 2, γιατί οι Pantera είχαν ήδη αρχίσει να χτίζουν το ηχητικό τους πανδαιμόνιο.
Πολλά έχουν γραφτεί γι’ αυτό το – ας το πούμε – reunion, πολλές απόψεις έχουν ακουστεί, ακόμα περισσότεροι είναι αυτοί που λένε ότι χωρίς τα δύο αδέλφια δεν υπάρχουν Pantera, οπότε το ερώτημα είναι αν άξιζε τον κόπο να τους δει κανείς. Σίγουρα δεν είναι το ίδιο χωρίς τον Dimebag Darrell και τον Vinnie Paul, ωστόσο, ο Zakk Wylde και ο Charlie Benante εκτελούν τα καθήκοντά τους με αφοσίωση και είναι συγκινητικά καλοί. Ο Zakk παραμένει πιστός στο δικό του μοναδικό στυλ, προσαρμόζοντας τον ήχο του όσο πιο κοντά γίνεται σε εκείνον του Dimebag.
Ο Anselmo είναι σε καλή φόρμα, όσον αφορά τη φωνή του, στατικός στη σκηνή, ομιλητικός, αλλά και συναισθηματικά φορτισμένος κι αυτό φάνηκε από τα λογύδριά του. “I’m Broken”, “5 Minutes Alone”, “Fucking Hostile”, “Walk” και κλείσιμο με “Cowboys From Hell”, η εμφάνιση αυτή είναι το αμέσως πιο κοντινό πράγμα στο πρωτότυπο, που μπορεί να δει κανείς. Στο προηγούμενο λοιπόν ερώτημα, η σύντομη απάντηση είναι ναι, άξιζε τον κόπο.
Για κλείσιμο του τετραημέρου, είχαμε Slipknot και Testament. Οι μασκοφόροι, όπως πάντα, έστησαν ένα τέλειο οπτικοακουστικό υπερθέαμα και διατηρώντας την οργή τους, ξεκίνησαν εκρηκτικά με “Blister Exists”, “Dying Song”, “Liberate” και “Psychosocial”. O Corey Taylor είναι σίγουρα ένας από τους χαρισματικότερους frontmen που υπάρχουν αυτή τη στιγμή. Υπερκινητικός και γεμάτος ενέργεια, επικοινωνιακός σε σημείο πολυλογίας, διδάσκει πώς αιχμαλωτίζεται ο κόσμος από το πρώτο δευτερόλεπτο. Κιθάρες που βρυχώνται, κρουστά, μάσκες, φωτιές… κάθε show των Slipknot είναι η τέλεια ψυχαγωγία με το ανάλογο soundtrack.
Ευτυχώς που τους είχα ξαναδεί πρόσφατα, δηλαδή πέρυσι το καλοκαίρι στην Αθήνα, γιατί δεν ήθελα με τίποτα να χάσω Testament στην Altar και δυστυχώς, το set τους συνέπιπτε με το δεύτερο μισό του set των Slipknot. Κάπως έτσι, έκλεισα ένα από τα ωραιότερα Hellfest που έχω πάει, βλέποντας την πεντάδα από την Καλιφόρνια να μας τινάζει τα μυαλά στον αέρα. Ο εμβληματικός και θηριώδης Chuck Billy γεμίζει τη σκηνή με την παρουσία του, ενώ Skolnick και Peterson στα δύο άκρα της σκηνής, με ένα μόνιμο χαμόγελο στα πρόσωπά τους, παρέδωσαν δωρεάν μαθήματα κιθάρας. Έπαιξαν “New Order”, “Preacher”, “D.N.R”, “Electric Crown”, έκλεισαν με το “Into The Pit” και μ’ αυτό τον τρόπο έκλεισε και η φετινή ψυχοθεραπευτική μου συνεδρία στα χωράφια της Δυτικής Γαλλίας.
Με το τέλος των Testament και ενώ είχαν τελειώσει και οι υπόλοιπες σκηνές, τα ηχεία άρχισαν να παίζουν μουσικές, ενώ ο ουρανός φωτίστηκε από τους τόνους πυροτεχνημάτων, δημιουργώντας ένα πανέμορφο κι εντυπωσιακό υπερθέαμα, αλλά παράλληλα ίσως και λίγο μελαγχολικό, αφού όλο αυτό το show σήμαινε πως ένα ακόμα φεστιβάλ είχε φτάσει στο τέλος του.
Κλείνοντας και κλέβοντας λίγο τις λέξεις του Μπουκάι, θα πω αυτό. Η ευτυχία δεν είναι κάτι που βρίσκεις, αλλά κάτι που χτίζεις, είναι η αίσθηση που έχεις όταν περπατάς προς την κατεύθυνση αυτού που σε γεμίζει. Τη δική μου ευτυχία ξεκίνησα και συνεχίζω να τη χτίζω εδώ και δέκα χρόνια στη Δυτική Γαλλία. Merci Hellfest, ? la prochaine.
Κείμενα, φωτογραφίες: Πάνος Κορδάτος
0 Comments