Ο Μάριος Λεβέντης είναι ένας αυθεντικός σταρ στην μάστιγα των εφήμερων πυροτεχνημάτων! Είναι το σοφό παιδί που αγκάλιασε, συμμερίστηκε, ανέδειξε τον ανθρώπινο πόνο, το κοινωνικό αδιέξοδο, τις αγωνίες της εποχής και τρέχει “μαραθώνιο” την τελευταία δεκαετία για να μας ζεστάνει την καρδιά, να μας αγαλλιάσει την ψυχή καυτηριάζοντας κάθε μορφή ασχήμιας, αδικίας και απανθρωπιάς.
Η πένα του είναι σύμβολο ελπίδας, δύναμης και αφύπνισης ενώ το επώνυμό του συνδέεται με την ευθύτητα, την αρχοντιά, την ευαισθησία, την εγγύηση, και την προσωπική του λεβεντιά που λάμπει όχι για μας τυφλώνει αλλά για να μας δείχνει πάντα τον δρόμο προς το καλό και το γενναίο. Από τους λίγους προσηλωμένους στον καλλιτεχνικό χώρο. Ίσως γι’ αυτό να είναι και “πολύς” για να τον χωρέσει ο τόπος μας.
Σήμερα, φιλοξενείται στο περιοδικό μας, σε μια αποκλειστική συνέντευξη, με αφορμή την κυκλοφορία του δέκατου βιβλίου του «Όσα είπα», που ήρθε για να μας αλλάξει τη διάθεση και ήδη φημίζεται ως το καλύτερο της πορείας του.
Μόλις κυκλοφόρησε το νέο σας βιβλίο «Όσα είπα» από τις εκδόσεις Οδός Πανός. Σ’ αυτό το βιβλίο λέτε πραγματικά όσα θέλατε να πείτε;
Ίσως και περισσότερα. Είναι το μόνο βιβλίο που δεν μου άφησε «νοητικά απωθημένα». Έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου. Ουσιαστικά αποτελεί το επιστέγασμα της μέχρι τώρα πορείας μου και τη γιορτάζει μ’ αυτό το καλλιτεχνικό καταστάλαγμα που λέγεται «Όσα είπα».
Για τί μιλάει το βιβλίο;
Μιλάει για όλα. Για τη βία που υφίσταται ο βίος μας με κάθε αφορμή. Κείμενα σκεπτόμενα, φιλοσοφικά και στο φινάλε τους πάντοτε λυτρωτικά, αναδεικνύουν θέματα που δημιουργεί ο εγωισμός, ο περιορισμός και ο δηθενισμός της εποχής. Αυτό που διδάσκει αυτό το βιβλίο είναι η δύναμη που χρειάζεται για την πρόοδο της ψυχής. Γι’ αυτό και το βιβλίο προτείνει την αυτοβοήθεια, την αυτοβελτίωση και μας παρακινεί την ώρα που η απέλπιδα καθημερινότητα μάς εξαφανίζει το κίνητρο.
Αυτό είναι το δέκατο βιβλίο σας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το «Όσα είπα» είναι κι ένας καλλιτεχνικός επίλογος;
Έρχεται κάποια στιγμή που θέλεις να προστατέψεις την κατάθεσή σου, το όποιο προνόμιο διαθέτεις και να μην περιφέρεις διαρκώς το μυαλό σου στην πασαρέλα της αγοράς. Σίγουρα κλείνει ένας κύκλος. Αυτό όμως δεν αποκλείει την πιθανότητα, αργότερα, ν’ ανοίξει ένας άλλος ακόμα πιο συνειδητοποιημένος.
Αν κάνατε έναν γρήγορο απολογισμό αυτής της αξιοθαύμαστης διαδρομής, τι θα σημειώνατε;
Ότι δούλεψα πάρα πολύ με την έννοια ότι παρέδωσα ένα αρκετά μεγάλο υλικό από πολύ μικρή ηλικία και αφοσιώθηκα σ’ αυτό. Η γραφή μου πέρασε από όλα τα είδη: θέατρο, ποίηση, δοκίμιο, λογοτεχνία, μουσική, φιλοσοφία, ψυχολογία, επιστήμη. Πρωτοεμφανίστηκα στα γράμματα μόλις έπεσαν οι μετοχές της ευμάρειας και άρχισε το ντόμινο της έκπτωσης αξιών. Έζησα, παρατήρησα και κατέγραψα τον σύγχρονο εμφύλιο, την σύγχρονη «κατοχή» της εξουσίας, την απόλυτη φτωχοποίηση των πάντων. Κι επειδή κι εγώ ανήκω στη γενιά της μετάβασης, σ’ όλα μου τα έργα αποτυπώθηκε η μετατόπιση της ευαισθησίας, η προδοσία εκ των έσω, η μετάλλαξη της ανθρωπότητας και η αγωνία για το μέλλον. Το να ασκεί κανείς τη διανόηση σήμερα είναι λες και πελεκάει τα πόδια του. Ευτυχώς τα πόδια μου δεν ήταν πήλινα· ράγισα πολλές φορές, αλλά δεν έσπασα.
Από την εμπειρία σας, θεωρείτε ότι αξίζει στην Ελλάδα η παραγωγή ενός βιβλίου;
Αν κρίνουμε από τις χιλιάδες τίτλων που κυκλοφορούν καθημερινά, θα λέγαμε ότι η βιομηχανία του βιβλίου είναι ανθηρή. Από την εμπειρία μου νομίζω ότι αυτή η άνοιξη είναι τελικώς ανώφελη. Γιατί δεν υπάρχει κοινό για να διαβάσει. Ή, αν υπάρχει, έχει γυρίσει την πλάτη στα μεγάλα νοήματα και αγοράζει βιβλία αναπαυτικά, βιβλία που γίνονται σειρές νομίζοντας ότι αγοράζει τον αγαπημένο του ηθοποιό, μαθαίνει να διαβάζει την ποίηση στο Instagram και βλέπει συμβουλές επιβίωσης στο Tik Tok. Επιπλέον, υπάρχει πολύ μεγάλος πληθωρισμός και φαίνεται καθαρά ότι και ο ίδιος ο χώρος του βιβλίου στρέφεται ενάντια του εαυτού του που μάλλον δεν προλαβαίνει ή δεν ενδιαφέρεται να αναδείξει τους συγγραφείς του. Έπειτα ο Τύπος και τα ΜΜΕ δεν δείχνουν να αφιερώνουν χώρο για πνευματική παρά μόνο για λαϊκή κατανάλωση. Παλαιότερα υπήρχε περισσότερος σεβασμός στην δημιουργία. Σήμερα υπάρχει ένας εμπορικός αναβρασμός που προσπαθεί να μας πείσει ότι ακόμα και το μεράκι έγινε κατάστημα. Βλέπετε πόσο επιβλητικά έχουν γίνει τα e-books και κυρίως τα audiobooks. Σε δύο-τρία χρόνια το πολύ, δεν θα υπάρχει καν βιβλίο. Η τεχνολογία στραγγάλισε κάθε είδους ρομαντισμό. Και λογοτεχνία χωρίς ρομαντισμό δεν υπάρχει. Γι’ αυτό άλλωστε και εκπέσαμε και στην θεοποίηση της παραλογοτεχνίας. Όταν ο θεωρητικά πολιτισμένος δεν έχει κριτήριο να αξιολογήσει ουσιαστικά τί σημαίνει πολιτισμός και τι όχι, το μόνο που αξίζει είναι η προσπάθεια να αντισταθείς στο βίαιο και το γελοίο του πράγματος.
Διαθέτουμε πολιτιστικό κριτήριο;
Πολιτισμός δεν νοείται μόνο η τέχνη, αλλά και ο τρόπος στάσης μας απέναντι στη ζωή. Αν γυρίσετε τον καθρέφτη απ’ έξω προς τα μέσα θα διαπιστώσετε ότι δυστυχώς όλο μας το κριτήριο έχει γίνει ένα reality υποκρισίας και βεβιασμένου θαυμασμού.
Ποια η διαφορά μεταξύ δόξας και αναγνώρισης;
Η μία είναι απότομη και η άλλη σταδιακή. Στην δόξα πατάς επί πτωμάτων, χωρίς να σ’ ενδιαφέρει επί της ουσίας ο κόπος, αλλά το κύρος σου. Στην αναγνώριση απλώς περιμένεις ν’ ακουμπήσει κάπου ο κόπος σου χωρίς να βλάψεις κανέναν.
Αισθάνεστε κι εσείς ότι ακροβατούμε πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί;
Νομίζω όλοι το αισθανόμαστε. Γι’ αυτό κι έχουν γίνει εξαιρετικά λεπτές οι ισορροπίες. Ακροβατούμε ταυτόχρονα πάνω στον συντηρητισμό και τον προοδευτισμό της κοινωνίας. Νομίζω ότι και τα δύο τα ενώνει ο θυμός. Ένας ανεξήγητος θυμός που υπόβοσκε αλλά μεταπανδημικά εκτινάχθηκε. Ο τρόπος να εκφραστεί η καταπιεσμένη κοινωνία γέννησε αυθάδεια και υπερβολή. Για μένα είναι απολύτως σεβαστή κι εκτιμητέα η ιστορία και η ανάγκη του καθενός. Θα ήθελα όμως να είμαστε το ίδιο εύθικτοι και το ίδιο ευαίσθητοι σε όλες τις περιπτώσεις και να μην εστιάζουμε σε μία κοινωνική ομάδα. Ονειρεύομαι μια πιο διευρυμένη ενσυναίσθηση. Ελπίζω να βρούμε την ευγένειά μας απέναντι σε κάθε ανθρώπινη περίπτωση ξεχωριστά.
Στην εποχή του «political correct» υπάρχει ελευθερία του λόγου ή τρέφεται περισσότερο η λογοκρισία;
Η πολιτική ορθότητα έβαλε όρια στις προσωπικές «περιοχές» των ανθρώπων. Αυτό, όμως, δεν δικαιολογεί το να είμαστε με το δάχτυλό στην σκανδάλη και να πυροβολούμε κάθε αντίθετη γνώμη. Το επισημαίνω γιατί υπάρχει μια τάση να συμφωνούμε απαραιτήτως με όλα. Η δημοκρατία της άποψης οφείλει να περιλαμβάνει και τη διαφωνία. Δεν είναι μιαρό, ούτε οπισθοδρομικό κάτι τέτοιο. Είναι αυτονόητο δικαίωμα. Παρόλα αυτά, θεωρώ ότι ο πρώτος που λογοκρίνεται τώρα πια είναι ο αυθορμητισμός μας.
Τι πιστεύετε ότι διάβρωσε στ’ αλήθεια την κοινωνία μας;
Τρία πράγματα: η μανία να ορίσουμε την ευτυχία, το χούι να καταναλώνουμε όλη μας την ενέργεια για να την διαφημίζουμε ακόμη κι αν δεν είναι πραγματική και το χρήμα.
Πώς βλέπετε την ακρίβεια γύρω μας και τι σημαίνει αυτό για τον μέσο άνθρωπο;
Την βλέπω επιεικώς παράλογη αλλά δεν εντοπίζω και κανέναν να αντιτάσσεται στον παραλογισμό. Για τον μέσο άνθρωπο σημαίνει χρέη, αδιέξοδα και αέρα κοπανιστό για κυρίως γεύμα. Όλη η χώρα μοιάζει μ’ ένα μεγάλο γραφείο που μέσα δουλεύουν λίγοι τυχεροί, πολλοί ευνοημένοι και ακόμη περισσότεροι ακατάρτιστοι ενώ στον προαύλιο χώρο απελπισμένα χέρια ψάχνουν στα σκουπίδια τον άρτο τον επιούσιο.
Πού αποδίδετε την ανθρωποφαγία και την τοξικότητα της εποχής;
Στην αδυναμία μας να κάνουμε ή να πούμε το καλό χωρίς αντάλλαγμα. Η καλοσύνη προϋποθέτει συναίσθημα ενώ η κακία απάθεια και κυνισμό. Και ο φθόνος δεν βοηθάει το γλυκό να δέσει. Γι’ αυτό και διασκορπιζόμαστε όλο και συχνότερα σε πικρές συμμορίες.
Σε λίγες μέρες έρχονται Χριστούγεννα. Εσείς πιστεύετε;
Και πιστεύω και κλονίζομαι και αναρωτιέμαι. Η αληθινή πίστη περιλαμβάνει υποχρεωτικά αυτά τα στάδια. Χωρίς ερώτηση δεν υπάρχει απάντηση όπως και χωρίς αναζήτηση δεν υπάρχει συζήτηση με το μέσα μας. Η πίστη είναι ο τρόπος να σταθμίζεται η ανθρώπινη αλαζονεία, να πρυτανεύει η ταπεινότητα, να ενισχύεται η αγάπη αλλά και η βαθύτερη ελπίδα μας για ουσιαστική λάμψη στο βάθος.
Τι περιμένετε από το 2024;
Μια καινούργια αρχή. Ξέρετε ποια είναι η εξεζητημένη πολυτέλεια; Η ηρεμία. Και για να προλάβω τις αντιδράσεις: χωρίς ηρεμία, δεν έχουμε υγεία. Συνεπώς εύχομαι σε όλους ηρεμία!
Αν είχατε ένα μαγικό ραβδί τι θα αλλάζατε στον κόσμο;
Θα καταργούσα τη μοναξιά, τις ανίατες ασθένειες, την πολυπλοκότητα των σχέσεων, την απληστία και θα έβγαζα στην επιφάνεια τους καθημερινούς ήρωες να τους μάθει όποιος εγκαταλείπει τη μάχη με τη ζωή. Αν το κουράγιο μας είχε πραγματική αλληλεγγύη, θα ήμασταν όλοι καλύτερα.
Stiver Graunne
Ο Μάριος Λεβέντης γεννήθηκε το 1997 στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι απόφοιτος του τμήματος Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Πανελλήνιου Επιστημονικού Συλλόγου Θεατρολόγων. Εξέδωσε θεατρικά έργα, ποιήματα, δοκίμια. Έργα του: «Μωβ με γκρι» (Διάνυσμα, 2015), Η δεύτερη άνοιξη» (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2016), «Τελευταία απόστροφος» (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2017), «Αυτόγραφο» (Εκδόσεις Οδός Πανός, 2018), «Μετρητά» (Εκδόσεις Οδός Πανός, 2019), «Πόστερ» (Εκδόσεις Οδός Πανός, 2020), «Φοβισμένη επαρχία» (Εκδόσεις Οδός Πανός, 2021), «Κρουασάν» (Εκδόσεις Οδός Πανός, 2022), «Παπιγιόν» (Εκδόσεις Οδός Πανός, 2023), «Όσα είπα» (Εκδόσεις Οδός Πανός, 2023).
0 Comments