Αυτό που δεν μου είχε τύχει ως τώρα, είναι να πάω σε συναυλία, στην οποία ο storyteller – ναι, δεν μιλάμε «απλά» για τραγουδιστή, αλλά και αφηγητή, βλέπε BOSS – να είναι γυναίκα. Το Ηρώδειο γέμισε, οι μουσικοί εμφανίστηκαν ένας – ένας, με μία εντυπωσιακή εισαγωγή, παίζοντας ένα εξωτικό έγχορδο, σαν μουσικό πριόνι και προετοιμάζοντας το έδαφος για την άφιξη της κυρίας Melody Gardot. Πέντε μουσικοί επί σκηνής. Πιάνο, κοντραμπάσο, σαξόφωνο και όχι μόνο και τύμπανα/κρουστά. Η εξαίρετη τραγουδίστρια εμφανίστηκε τελευταία, μέσα στα λευκά, φορώντας πάντα τα μαύρα γυαλιά της.
Στο διάστημα που ακολούθησε, παρακολουθήσαμε μία συναυλία ντυμένη με συγκίνηση, άψογες εκτελέσεις τραγουδιών, τρελό αυτοσχεδιασμό και παιχνίδι με το κοινό. Η Gardot δίνει τεράστιο χώρο στους μουσικούς της. Σόλο από όλα τα όργανα, μερικά εντυπωσιακά tutti, εκκωφαντικά κρεσέντο και η άνεση να παρακολουθείς μουσικές ακροβασίες από μουσικούς από διάφορα σημεία του πλανήτη.
Ο Γάλλο-Βραζιλιάνος πιανίστας Philippe Powell είναι το δεξί της χέρι, ο άνθρωπός της στα μουσικά της πατήματα. Έγραψαν μαζί το πλέον πρόσφατο άλμπουμ της, “Entre Eux Deux”, μέσα σε δύο εβδομάδες. Ο ίδιος ο Powell αφηγείται την ιστορία – να κι ο έτερος storyteller – κάπως έτσι. Τον πήρε τηλέφωνο, αφού του είχε πει ότι θέλει να γράψουν μαζί τον καινούργιο δίσκο της. Νόμιζε εκείνος ότι τούτη εδώ αστειευόταν. Δεν της απάντησε. Ξαναπήρε εκείνη. Δεν απάντησε. Ξανά. Κάποια στιγμή τον κάλεσε και τρίτη φορά. Τίποτα! Όταν αντάμωσαν από κοντά, του είπε ότι δεν αστειεύεται καθόλου. Και εκείνος το θεώρησε ύψιστη τιμή. Εκείνη πάλι εξήρε τις ικανότητές του. «Είναι τόσο καλός, που με έκανε να παρατήσω τη δουλειά μου! Πώς κάποιος οδηγεί καλύτερα από σένα και του δίνεις τα κλειδιά του αυτοκινήτου; Κάπως έτσι»! Θυμίζω ότι η ίδια είναι και πιανίστα, ενώ παίζει και κιθάρα.
Η ίδια η Gardot αναφέρθηκε και σε ένα από τα πολύ αγαπημένα της κομμάτια από το άλμπουμ. Ένα κομμάτι, στο οποίο… δεν συμμετέχει καν! “Recitativo”, ένα instrumental, δροσερό σαν soundtrack, αέρινο και μελωδικό. Το κοινό ακούει, αφουγκράζεται, αντιδρά, χειροκροτεί, χτυπάει παλαμάκια ρυθμικά. Ο σαξοφωνίστας της, Hall Jr. Irwin, είναι μοναδικός στα θέματά του και αποσπά πλειστάκις το χειροκρότημά μας. Κάθε φορά υποκλίνεται. Ο μπασίστας Thomas Christopher είναι ο συνδετικός κρίκος. Τον χαρήκαμε πολύ στο τελείωμα, εκεί που έμεινε μόνος του, αφού οι μουσικοί πάλι αποχώρησαν ένας-ένας. Ο ντράμερ της, Bezerra Jorge, αυτό το υπέροχο τρελοκομείο από τη Βραζιλία, έδωσε ένα μικρό ρεσιτάλ σε τύμπανα και κρουστά, ενώ, στο encore, εμφανίστηκε μόνος του στη σκηνή, «χώρισε» το κοινό σε τρία μέρη και μας έβαλε να χτυπάμε παλαμάκια σε τρεις διαφορετικούς ρυθμούς!
Μποσανόβα, σάμπα, κάτι από τζαζ, από μπλουζ, από κινηματογραφικά θέματα. Κήπος η μουσική της Gardot! H φωνή της, η χροιά της… Είναι δύσκολο να την περιγράψουμε. Κάπως σαν γλυκιά ψιχάλα, που μας χαϊδεύει ελαφρά, ενώ περπατάμε κρατώντας το χέρι του αγαπημένου μας προσώπου. Κάπως σαν την Άνοιξη. Ο πιανίστας της κάνει επίσης φωνητικά και κολλάνε πολύ καλά οι δυο φωνές. Και ο τρόπος που εκείνη μας μιλά, μας ευχαριστεί, μας λέει ιστορίες… Τι να πω…
Μάλλον… Να πω! Είναι η ιστορία που την ακολουθεί το πρώτο τραγούδι που έγραψε στην καριέρα της. Ήταν είκοσι πέντε χρονών τότε και απ’ ό,τι μπορώ να αντιληφθώ, ήταν μπουκιά και συχώριο. Έχει προσγειωθεί στο Παρίσι – ταξίδευε από τις ΗΠΑ – λίγη ώρα πριν, για πρώτη φορά στη ζωή της και το jetlag την έχει τσακίσει. Πάει στο ξενοδοχείο της, γδύνεται και πέφτει για ύπνο. Ξέρετε, απ’ αυτό τον ύπνο, που όταν ξυπνάς δεν έχεις ιδέα ούτε καν ποιος είσαι.
Την ξυπνά ένας ήχος… Μία μπάντα προβάρει στο απέναντι κτίριο. Παίζει swing. Εκείνη ενθουσιάζεται. Πλησιάζει στο παράθυρο και τους κάνει νοήματα, ενώ τους μιλά στα γαλλικά. «Γεια σας! Αλόοοοο! Παίζετε υπέροχα»! Εκείνοι κοντοστέκονται. Την κοιτούν κάπως σαν να έχει δύο κεφάλια. «Δεν καταλαβαίνουμε γρι απ’ όσα λες. Είμαστε Αμερικανοί»! Εκείνη αλλάζει mode. Τι, συμπατριώτες; Καλά λοιπόν. Τους εξηγεί στα αγγλικά. «Να παίξουμε μαζί; Θέλω πολύ να swingάρω παρέα σας». Εκείνοι απαντούν. «Ναι. Cool. Αλλά πρώτα… ρίξε κάνα ρούχο απάνω σου»! Ναι, ναι, φίλες και φίλοι. Η νεαρή κυρία είχε ξεχάσει, δεν είχε ιδέα ούτε καν ποια είναι. Και ήταν, φυσικά, ξεβράκωτη!
Γελάσαμε πολύ. Ιδίως όταν είπε ότι θα ήθελε μία φωτό από εκείνη την εποχή, για να έχει να τη δείχνει στα εγγόνια της, για το πώς ήταν η Ρώμη «πριν την πτώση», δείχνοντας συγκεκριμένα πάνω της. Μία έξοχη καλλιτέχνιδα που αυτοσαρκάζεται λοιπόν. Δεν έχω κάτι σε ποιο ωραίο, εννοείται.
Μας κράτησε συντροφιά μέχρι τις ένδεκα και κάτι. Θα ήθελα πολύ να την είχα απέναντί μου, σε συνέντευξη. Θα μιλούσαμε τρεις ώρες και δεν θα έκανα καμία μα καμία ερώτηση. Απλά, θα την έβαζα να μου αφηγείται ιστορίες. Και να τραγουδά ανάμεσα. Και όλα θα είναι τόσο τέλεια, που εγώ πλέον δεν θα είχα ιδέα για το ποιος είμαι. Μόνο να ακούω και να συγκινούμαι. Τίποτα άλλο.
Κώστας Κούλης
0 Comments