Αντί προλόγου: Βασίλη, ζούμε!
Δεν ξέρω και δεν με νοιάζει πόσα χρόνια έχουν περάσει. Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα τις νότες του «Δεν υπάρχω» σε ένα κανάλι, στην τηλεόραση του τότε. Ακόμα θυμάμαι την ανατριχίλα του εφηβικού κορμιού μου όταν οι στίχοι συγκρούστηκαν σε μετωπική με το υπάρχον τότε πνεύμα μου, που όλα τα έβλεπε ανώφελα. Τότε που η ζωή κυλούσε πιο ρυθμικά, χωρίς τα δήθεν και τα πρέπει.
Μετά τα τριάντα και σαράντα χρόνια του Βασίλη, ήρθαν και τα πενήντα στη μουσική. Μισός αιώνας διαδρομής, που σε εμάς που τον αγαπάμε όλα αυτά τα χρόνια, μοιάζει λίγο. Δεν ξέρω πώς πέρασαν έτσι, τόσο γρήγορα, τόσο απρόσμενα. Η παντοτινή σταθερά μας αυτός. Μια ζωή αυτός. Λύπες, χαρές, προβληματισμοί, όλα με τον Βασίλη τα έχουμε περάσει. Μεγαλώσαμε μαζί του και εκείνος μαζί μας. Η μουσική διαδρομή του, ξεκινώντας η συναυλία, ήταν το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να μας κάνει. Ακούσαμε όλα όσα θέλαμε να ακούσουμε σε μια μοναδική συναυλία με εξήντα χιλιάδες και βάλε κόσμο, γιατί τόσος ήταν.
Χρόνια Πολλά, Βασίλη!
Και στα εξήντα και στα εβδομήντα (σ.υ.υ.: και στα ογδόντα, να πετύχεις και τον Κροκίδη), εκεί, μαζί σου, θα είμαστε. Στην αρένα, στις κερκίδες, να ροκάρουμε παρέα!
Μαίρη Ζαρακοβίτη
Πενήντα χρόνια γιορτάζει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Πενήντα χρόνια τραγουδιού, συνεπούς και συνεχούς δισκογραφίας, άπειρων συναυλιών και συμμετοχών. Ενώνει τέσσερις γενιές οπαδών και πιστοποιεί για ακόμα μία φορά πως το να σου αρέσει ο καλλιτέχνης αυτός είναι ζήτημα εργοστασιακής ρύθμισης. Είναι στο DNA μας να κάνουμε κέφι τα τραγούδια του και τον ίδιο. Πρέπει «να το πειράξεις» για να μην πιάνει.
Στο Καλλιμάρμαρο τους είχε όλους μαζί του. Τους μουσικούς του, τους συντελεστές, τους ανθρώπους του, τη χορωδία… Πολύς λαός, τεράστια σκηνή και ένα στάδιο που γέμισε για πλάκα. Μωρέ και το Μαρακανά να του δίνανε, πάλι θα το γέμιζε. Ναι, ναι, το παλιό, εκείνο που χώραγε διακόσιες χιλιάδες κόσμο.
Πώς είπατε; Αν πέρασα καλά; Φυσικά! Ο Βασίλης το είχε φροντίσει από την αρχή αυτό. Πρώτα απ’ όλα και πέρα απ’ όλα, να σημειώσω πως σε αυτή τη συναυλία γευθήκαμε το καλύτερο, το πιο πλήρες, το πιο ονειρεμένο setlist, από καταβολής των συναυλιών του. Όχι, δεν υπερβάλλω καθόλου. Ό,τι τραγούδι έχουμε καψουρευτεί, ό,τι ύμνο έχουμε μουρμουρήσει, ό,τι νταλκά έχουμε και είχαμε, εκεί μέσα τα είχε αποθέσει. Ο «Κουρσάρος» έκανε το αρχίνημα της γιορτής. Και μετά… Μετά άνθισαν οι μυγδαλιές.
Για τα τεχνικά θέματα, μην με ταλαιπωρείτε πολύ, να χαρείτε. Όχι, ο ήχος δεν ήταν καλός. Πώς θα μπορούσε να είναι άλλωστε; Μιλάμε για ένα χάος χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, για ένα κολοσσιαίο οικοδόμημα και για εξήντα χιλιάδες κόσμο. Για πήγαινε να βγάλεις ήχο σε τέτοια μαγαζιά και μετά να σε δω. Παρά το γεγονός ότι ο Βασίλης έχει κορυφαίους ηχολήπτες στην ομάδα του, στα δικά μου αυτιά, εκεί που βρισκόμουν (στο πέταλο και επάνω), έφτανε το τραγούδι με χαμηλή ένταση και μπουκωμένο. Πολύ δυνατά η μπότα, όχι τόσο όσο θα έπρεπε το ταμπούρο. Πίσω οι κιθάρες, εκτός από τα σόλο, που τις πέταγαν ξαφνικά μπροστά. Πίσω το μπάσο του θεόρατου Βαγγέλη Πατεράκη, που για πρώτη φορά τον άκουσα στο «Πρέβεζα». Ήταν λίγο μπουζουξίδικη η προσέγγιση, τύπου «Ψηλά σε στάθμη η φωνή, πίσω όλα τα άλλα», αλλά δεν έχω ιδέα πώς άκουγαν οι μπροστά, τόσο στην αρένα, όσο και στις εξέδρες κοντά στη σκηνή. Και είμαι σίγουρος ότι άκουγαν άλλα από αυτά που άκουγα εγώ.
Παίζουν το «Μπουμ». Τόνοι συγκίνησης. Κορυφαίοι στίχοι, απίστευτο συναίσθημα και η φωνή να μας πιέζει να δακρύσουμε. Εννοείται πως το κατάφερε. Ο Γιάννης Αυγέρης στην κιθάρα, ένας πραγματικά τρομερός πολύ-μουσικός, αλλάζει το σόλο και με θυμώνει. Δηλαδή τι; Πρέπει να φέρω τον Pete Lalis να παίξει το συγκεκριμένο; Είναι κάποια πράγματα που δεν επιθυμούμε να αλλάζουν. Κάτσε βγάλτο ίδιο! Ναι, ξέρω, δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθούν όλοι σε αυτές τις περιπτώσεις. Παρεμπιπτόντως, ο συγκεκριμένος μουσικός ίσως και να ήταν ο μεγάλος ήρωας της βραδιάς, όσον αφορά παρουσία και στήσιμο. Βλέπετε, ο Παπακωνσταντίνου έχει στο πλάι του εκπληκτικούς μουσικούς, αλλά το τελευταίο που απασχολεί αυτούς τους ανθρώπους, είναι η σκηνική παρουσία. O Ανδρέας Αποστόλου είναι υπέρ-απίστευτος στα πλήκτρα και τις ενορχηστρώσεις. Τι να του ζητήσουμε, να το κουνήσει κιόλας; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Ο Στέφανος Δημητρίου φαίνεται σαν να διεκπεραιώνει. Σαν να μην το διασκεδάζει καθόλου. Επειδή όμως ο Στέφανος είναι δάσκαλος των τυμπάνων και μάλιστα δασκάλαρος και εγώ απλός μέτριος μαθητής, εκεί πλέον πάει αλλού η κουβέντα. Ο Πατεράκης είναι ό,τι πιο κοντά στον Παστόριους και έχει περάσει τα εβδομήντα. Τι θέλετε, να χτυπιέται σαν τζόβενο;
Τα ’παμε και πιο πάνω. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Εγώ όμως, που είμαι οπαδός, που είμαι κολλημένος, αλλά είμαι και πελάτης, θέλω να δω και το κάτι παραπάνω. Και δεν το βλέπω. Απ’ την άλλη, θα έλθει κάποιος και θα μου πει «Να με συμπαθάς, ρε μεγάλε. Όταν βλέπεις Rush ή ΥΕS ή ASIA, βλέπεις τίποτα κοπανήματα και χαμούς στη σκηνή; Με τη μουσική τσιμπάς. Ναι ή όχι»; Σωστό κι αυτό. Αλλά εγώ έτσι ένιωσα. Το ήθελα το κάτι τι παραπάνω. Και θα συνεχίζω να το θέλω. Θέλω την κιθάρα του Αυγέρη να σπαρταράει και όχι να ακούγεται rockman αλά Φραντζέλικο. Και το πώς ακούγονται τα τύμπανα… Μπορεί τότε στο Αττικόν, να ακούγονταν και γαμώ. Έχουν όμως αλλάξει τα πράγματα από τότε.
Ανεβάζει στη σκηνή τον Χριστόφορο Κροκίδη. Τεράστιος παίχτης, τρομερός συνθέτης και παρέα του για είκοσι χρόνια – και βάλε. Καλεσμένος του απόψε. «Οδός Ελλήνων» και το τραγουδούν μαζί. Πάντα τραγουδούσε ο ψηλός. Στα «ζεστάματα», τότε στη Σφεντόνα, έλεγε το “Brothers In Arms” και διάφορα ακόμα. Και ήταν μια χαρά. Όπως κι απόψε. Στο «Ελλάς», το ΜΕΤΑΛ χιτ του αξέχαστου Σταμάτη Μεσημέρη, γίνεται χαμός! Ο Χριστόφορος αφηνιάζει και παίζει παραπάνω μέτρα σόλο. Το έχει ξανακάνει, δεν είναι κάτι καινούργιο. Τους βάζει ο Δημητρίου, που είναι μεγάλη γάτα και κάτι τέτοια είναι βούτυρο στο ψωμί του. Ο Βασίλης τραγουδάει ξανά το δεύτερο κουπλέ, αντί για το τρίτο, μπαίνει και λάθος στο «Δεν γουστάρω στα στημένα». Δεν μας νοιάζει καθόλου. Να μπαίνει όπως θέλει και όπου γουστάρει. Τελείωμα με τζαμάρισμα και πολύ ξύλο στην αρένα. Βλέπω και ένα δύο «Γκρικ καντ». Πότε θα γιάνουμε σαν λαός; Ποτέ.
Ο Χριστόφορος παίρνει μέρος και στην «Καπαρντίνα». Δικό του τραγούδι, με εμπνευσμένους στίχους, τους οποίους υπογράφει ο στιχομάστορας των πάντων, Λευτέρης Παπαδόπουλος. Κομμαράρα ολκής και κάποια στιγμή η μπάντα σκέφτηκε έξω απ’ το κουτί. Στα LiVE παίζουν το κομμάτι “Powerslave”. Ταν-τακατάν-τακατάν-τακατάταααν! #ΜΟΝΟ και από τον Βασίλη; Ναι, δικαιωματικά! Αφού σε αυτή τη ζωή ΟΛΑ είναι Maiden, φίλες και φίλοι… Παρόλα αυτά, η γκρούβα η κρουστή μας έλειψε.
Έχει σειρά η Τάνια Κικίδη. Φωνάρα, υπέρ-πολύ-τάλαντη, όμορφη, όλα της καλά. Στο «Πόσο Μου Λείπεις» μας στέλνει όλους στον τοίχο με τη φωνή της. Αυτή η κοπέλα, ακόμα κι όταν κοιμάται, θα το κάνει με βιμπράτο, είμαι σίγουρος. Ατσάλινη, δυναμική, ατσαλάκωτη. Συνεχίζουν οι δυο τους, αφού κι ο ίδιος ο Μπίλαρος πρόσταξε κι άλλα τραγούδια, με το «Αντέχω». Άλλο έπος από κει. Θα προτιμούσα να το έλεγε μόνος του. Όχι, υπέροχη είναι η Κικίδη. Τα δικά μου λέω τώρα. Το ίδιο ισχύει για το έτερο υπέρ-έπος «Για τον Παράδεισο». Το «Κλειδάκι», όπως το λέγαμε στην παρέα μου. Τι τραγούδαρος κι αυτός, ρε φίλε! Άψογη απόδοση και λύνουμε κάβους γι’ άλλα. Θα έλθει και η «Σφεντόνα» και για μετά ετοιμάζονται τα «Χαιρετίσματα…». Το «Χρόνια Πολλά» έχει προηγηθεί, με τον Δημητρίου να πυροβολεί με τις ατριγκάριστες δίκασες.
Ενάμισι χιλιάρικο λέξεις και δεν έχω κανένα θέμα να μην σταματήσω. Θέλω απλά να σας πω όλα αυτά που είδα και άκουσα. Δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, γιατί δεν πληκτρολογώ με την ίδια ταχύτητα που σκέφτομαι. Οι τρεις στις τέσσερις σκέψεις θανατώνονται με το που ξεφυτρώνουν. Αυτές που μένουν, κάτι πάνε να πουν. Κάτι. Μόνο.
Αν μπορούσα, θα ήθελα να καταφέρω να κάνω τον Βασίλη αθάνατο. Ούτε καν να γερνάει, αυτός θα ήταν ο στόχος. Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται. Έχουμε χορτάσει από καλλιτέχνες των ψιλικατζίδικων. Θέλουμε και εκείνους των ψυχών και των καρδιών. Του μυαλού και της τάβλας με κάπα. Μπιλάκο, ο Κροκίδης στο είπε. Και στα ογδόντα μαζί θα είστε. Θέλετε και εμάς παρέα;
Κώστας Κούλης
Αντί για επίλογο: θερμά συγχαρητήρια στον σεκιουριτά, ο οποίος, με το που άκουσε ότι ένα κορίτσι λιποθύμησε, έτρεξε αμέσως στο σημείο, ζήτησε να αδειάσει ο διάδρομος παραπλεύρως της σκηνής και φρόντισε να το μεταφέρει έξω, για τις πρώτες βοήθειες. Ο κόσμος ανταποκρίθηκε στις φωνές, αλλά έδειξε πρώτα πόσο στ’ απαυτά του είναι τα «ψιλά γράμματα». Μόνο να χαζεύει στο τηλέφωνό του κατά την ώρα της συναυλίας. Έπρεπε να καταστρέψουμε τα λαρύγγια για να αποφασίσει να κάνει το αυτονόητο. Δεν κλείνουμε διαδρόμους σε τέτοια μαγαζιά, παιδιά. Μία στραβή να κάτσει, θα έχουμε θέματα και μπορεί και θύματα. Αλλά εσείς… Μόνο σέλφι με φόντο τη σκηνή, ναι; «Κατάρα, κατάρα, σ’ αυτό το ταξίδι». Κάπως έτσι. Κάπως.
0 Comments