Είχε μαγειρέψει μακαρόνια με σάλτσα. Μπόλικο τριμμένο τυρί, νοστιμότατα ορεκτικά και το φιλί της για επιδόρπιο. Καθόλου άσχημα, αν αναλογιστείς την εξαντλητική μέρα στο γραφείο, τα ραντεβού μετά και τα «Δυο-τρία πραγματάκια» που έπρεπε να κάνω από το σπίτι. Την άκουγα να τιτιβίζει στην κουζίνα της όσο δούλευα πάνω στα «πραγματάκια». Πότε τραγουδούσε, πότε μου απευθυνόταν. «Κι εγώ ταλαιπωρήθηκα σήμερα. Πήξιμο στο γραφείο, κοντορεβιθούλη μου».
Ναι, δεν είναι και η καλύτερη κλητική προσφώνηση στον κόσμο, είναι όμως δική μου. Είναι καστομιά και με μπόλικη δόση… κάτι, το οποίο μου διαφεύγει λόγω άνοιας, σε συνδυασμό με μωρία. Άφησα για λίγο την οθόνη και την κοίταξα. Με κοίταξε και εκείνη, χαμογέλασε και ξαναχώθηκε στο τραγούδι της. «Αυτό δεν είναι από τον δίσκο που σου πήρα δώρο στη γιορτή σου»; Έγνεψε καταφατικά. Ετοίμασε τα πιάτα, σέρβιρε και φώναξε. «Τώρα ή τρώω μόνη μου»! Μόρφασα, δάγκασα τα χείλη μου με οργή και το κατάπια. Κι αυτή η άμοιρη θέλει να φάει με έναν άνθρωπο. Τι διάολο, μελλοθάνατη είναι για να τρώει μόνη της; Έστειλα το mail στον πελάτη. «Τώρα, τώρα, μισό»…
Μιλούσαμε για όλους και για όλα στο τραπέζι. Για τις δουλειές μας, τα ζόρια μας, τις άλλες υποχρεώσεις μας, τους γονείς μας… Της λέω πόσο πολύ μου αρέσουν τα μαλλιά της. «Μόνο αυτά αξίζουν πάνω μου πλέον» μου πετάει και της αντιγυρίζω «Αυτές είναι δικές μου ατάκες». Και γελάει. Ίσως και μηχανικά. Θέλει να με αγκαλιάσει και το σκέφτεται. Δεν της αρέσει πολύ πλέον. Τη χτυπάω ελαφρά στο τριχωτό του κεφαλιού. Αυτό πάλι… Αυτό μπορεί να της αρέσει περισσότερο. Είναι αντράκι και φυσάει και το τσουλούφι της αλά Αλίκη. Ναι, έτσι καταντάμε στα γεροντάματα…
Βγήκα στο μπαλκόνι. Ωραία θέα, ησυχία, τα Σελήνια απέναντί μας. Ήλθε πίσω μου. Μου έδωσε μια αγκαλιά. Πώς το ‘παθε; «Εντάξει το αγοράκι μου»; «Γουφ!» της έκανα και έβαλε τα γέλια. «Βλαμμένο»!
Και εκεί μου ήλθε. «Η γαλατόπιτα; Πού είναι η γαλατόπιτα»; Έλυσε τα χέρια της από πάνω μου και με κοίταξε με απορία. «Τι»; Χαμογέλασα και μίλησα όσο πιο αργά μπορούσα – ταχυγλωσσίας θύμα γαρ. «Παιδί μου, η γαλατόπιτα που έφτιαξε η μαμά σου. Μου είπες ότι έχει περισσέψει. Πού είναι»; Με κοίταξε σαν να της έλεγα ότι άλλαξα στρατόπεδο και προτιμούσα τώρα τους Metallica από τους Maiden. «Δεν έχει μείνει τίποτα. Είχε χαλάσει και την πέταξα». Και τότε ήλθε ο Tom Araya και γαντζώθηκε στο αυτί μου. «Τι σου λέει τώρα; Φάτην»! Και στο άλλο αυτί έκατσε ο Michael Kiske, έτσι όπως ήταν στα δεκαοκτώ του. «Αφού είχε χαλάσει, φίλε μου. Τι το ψάχνεις τώρα»…
«ΘΕΛΩ ΤΗ ΓΑΛΑΤΟΠΙΤΑ ΜΟΥ! ΤΗ ΘΕΛΩ»! Ο από κάτω, που ήταν επίσης στο μπαλκόνι του, έβαλε μια φωνή, κάτι σαν «Εεεε»! Φανερά ενοχλημένος; ΣΜΠΤΣΜ! Δεν απάντησα. Ήμουν απασχολημένος. Τσακωνόμουν με τον άνθρωπό μου για βλακείες. Μάλλον… Μόνο εγώ μιλούσα. Σαν απεχθές ούγκανο. «Να την πάρεις τηλέφωνο, να σου φτιάξει καινούργια»! Μου γύρισε την πλάτη και σκούπισε ένα δάκρυ από το μάτι της. Δεν το είδα αλλά το είχα δει. Το φιλότιμο τη χτύπησε κατακέφαλα. «Όχι. ΕΣΥ να την πάρεις τηλέφωνο»! Πέρασε κάνα πεντάλεπτο. Κάτι πιτσιρικάδες είχαν σταθεί κάτω από το μπαλκόνι μας. «Ρε συ, ωραίο μωρό η θεια. Και της τη λέει ο άλλος, ο καραγύφτουλας». Μια κοπελίτσα που ήταν μαζί τους, έκανε να βγάλει το κινητό της. «Να το ανεβάσω story, με μουσική Rage; Για κάτσε να δω τι παίζει»… Και εκεί τους πήρα χαμπάρι. «Παιδάκια»; Έφυγαν βιαστικά και τσαπατσούλικα. H κοπέλα εκφώνησε και τον πανηγυρικό της βραδιάς. «Κι ο γερούλης πάντως μια χαρά μου φάνηκε. Αν ήμουν και λίγο μεθυσμένη»… Ναι, ρε κοπελιά. Ξεκαρδιστήκαμε…
Έμεινα μόνος στο μπαλκόνι, να χαζεύω θάλασσα και εκείνο το λατομείο, απέναντι και διαγώνια. Ήλθε ξανά πίσω μου. Μου ξανάδωσε μια αγκαλιά. Πώς το ξανάπαθε; Μάλλον είχα καταλάβει λάθος… «Μαραθώνιο Φιλαράκια απόψε»; Όλες οι συγγνώμες του κόσμου δεν έφταναν. Τη μπούφλισα ελαφρά στο πίσω μέρος του κεφαλιού. «Δουλεύουμε αύριο, μην το τραβήξουμε πολύ». Το σκέφτηκα, αλλά προτίμησα να πω κάτι άλλο. «Ό,τι θέλει το στεφάνι μου»! Έκατσε στον καναπέ. Πήρα τα κλειδιά μου και έβαλα τα παπούτσια μου. Όχι με αυτή τη σειρά. Μάλλον δηλαδή. Με κοίταξε με απορία. «Πάω να βρω κάνα γλυκό. Νωρίς είναι ακόμα. Κάνε τα κουμάντα σου, επιστρέφω σε δέκα το πολύ»…
Κώστας Κούλης
0 Comments