Σε λίγες μέρες ξεκινά η παράσταση «Την Κυριακή έχουμε γάμο», για δεύτερη χρονιά, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Είχαμε την χαρά να μιλήσουμε με την Τερέζα Καζιτόρη για την παράσταση, για την αγάπη που έχει για το θέατρο, αλλά και το τραγούδι. Ευχαριστούμε τη Γιώτα Δημητριάδη για την πολύτιμη βοήθειά της στην πραγματοποίηση αυτής της συνέντευξης.
Πώς ήρθες σε επαφή με τη θεατρική ομάδα «Αυτή και Αυτοί» και την παράσταση «Την Κυριακή έχουμε γάμο»;
Είδα μια ακρόασή τους στο διαδίκτυο. Έψαξα και ρώτησα για την ομάδα και είδα ότι με ενδιαφέρει πολύ αυτό που κάνουν στο θέατρο, που διασκευάζουν λογοτεχνικά έργα, οπότε πήγα. Όταν μπήκα μέσα ένιωσα τόσο καλά, σαν να τους ξέρω χρόνια και έφυγα με ένα «Θέλω να με πάρουν»! Από τότε που συνεργαστήκαμε, με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο και η δουλειά τους, αλλά κυρίως οι άνθρωποι που την απαρτίζουν. Είναι εμπνευσμένα παιδιά, ταλαντούχα με πολύ πάθος και αγάπη, όχι μόνο για τη δουλειά, αλλά και για τους ανθρώπους. Δεν συναντάς πάντα αυτά τα στοιχεία στους ανθρώπους της δουλειάς μας, γιατί καλύπτονται από μια ματαιοδοξία κάποιες φορές.
Πόσο καιρό πήραν οι πρόβες;
Πρόβες κάναμε σχεδόν δυο μήνες. Ήταν δύσκολες πρόβες, γιατί πολλά πράγματα βγήκαν από αυτοσχεδιασμούς και σε άλλα πράγματα έπρεπε να κάνουμε αυτό που οραματίστηκε ο σκηνοθέτης της παράστασης, ο Αντρέας Ψίλλιας, χωρίς υπερβολές, με αλήθεια και ένταση. Αυτό δεν είναι εύκολο όταν υπάρχουν τόσες εναλλαγές σε ρόλους, σε διαθέσεις και κινησιολογία… και αυτή η παράσταση είναι πλούσια σε όλα τούτα. Είμαι πολύ χαρούμενη που το έζησα. Πρώτη φορά υπήρξα σε μια παράσταση με τόσο δημιουργικές πρόβες, με τόση καθοδήγηση και συνάμα ελευθερία. Αυτή τη λεπτή γραμμή πέτυχε η ομάδα.
Είσαστε φέτος για δεύτερη χρονιά στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Πώς είναι να επιστρέφεις ξανά στον ρόλο της ηρωίδας που υποδυόσουν;
Χαίρομαι πολύ που συνεχίζουμε στο Ίδρυμα. Πρόκειται για ένα καταπληκτικό και οργανωμένο θέατρο. Μετά από μια παύση μηνών, πρέπει να ξυπνήσεις τον ήρωά σου. Να τον ξαναγεννήσεις μέσα από μια ανάμνηση. Αυτό είναι πολύ δύσκολο, γιατί μπορεί να πέσεις στην παγίδα του να παίζεις αυτήν την ανάμνηση, να παίζεις δηλαδή από μνήμης, προσπαθώντας να κάνεις αυτό που ένιωθες ότι έκανες καλά τότε. Στην πραγματικότητα δεν πρέπει να κάνεις αυτό. Είναι μια διαδικασία πολύ ενδιαφέρουσα, γεμάτη χαρά και ανασφάλεια, κατά την οποία πρέπει να θυμηθείς, εκτός από τα τεχνικά, τα συναισθήματα και τις σκέψεις του ήρωα και να ξαναβρείς την αλήθεια του, αλλά και να τοποθετήσεις εσένα στην αλήθεια αυτή. Δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται. Η παύση στην πραγματικότητα είναι πολύ χρήσιμη, γιατί βοηθάει να καθαρίσουν πράγματα και να διορθώσεις και λάθη του παρελθόντος, να δεις το έργο με παρθένο μάτι και όχι με την εμπλοκή που είχες πριν.
Υπάρχουν πράγματα που σκέφτηκες και άλλαξες;
Υπάρχουν κάποια λίγα πράγματα που άλλαξα και άλλα που αλλάξαμε σαν ομάδα. Πάλι κρατώντας το μέτρο για να μη χάσουμε αυτό που χτίστηκε. Είναι πολύ σημαντικό να θες συνεχώς να εξελίσσεις τη δουλειά και να μην επαναπαύεσαι σε επαναλήψεις του ίδιου ονείρου, κρατώντας ταυτόχρονα το μέτρο.
Μέσα από ποιο πρίσμα βλέπεις την ηρωίδα φέτος;
Η Άννα είναι ένα πληγωμένο πλάσμα. Βαθιά ρομαντικό. Είναι τρομερά ερωτευμένη με τον άντρα της. Τον ψάχνει ακόμα και δέκα χρόνια μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό θέλει ουσιαστική πίστη κι αφοσίωση. Φυσικά μιλάμε και για μια άλλη εποχή, αλλά η Άννα είναι μέσα της δοσμένη ολοκληρωτικά στον άντρα της. Δεν την κάνουν τα «πρέπει» και οι φόβοι να φέρεται έτσι. Προσκολλημένη, σχεδόν χαμένη στο παρελθόν, προσπαθεί να κρατήσει τυπικά τις ισορροπίες, όσο μπορεί, αφού μέσα της τις έχει χάσει. Την εσωτερική αυτή πάλη τη βιώνει για τον γιο της τον Ιορδάνη, που είναι η μεγάλη της αγάπη και ό,τι της έχει απομείνει από τον άντρα της στο παρόν. Η Άννα ακροβατεί ανάμεσα στον έρωτα του παρελθόντος και τη μητρική αγάπη του παρόντος.
Πώς πήρες την απόφαση να γίνεις ηθοποιός; Πόσο σημαντικό είναι για σένα το θέατρο;
Μικρή είχα πάθος με το τραγούδι. Έτσι δεν ήμουν από τα παιδιά που έλεγαν ότι πάντα ότι θέλουν να γίνουν ηθοποιοί, γιατί ήθελα να γίνω τραγουδίστρια. Δεν συμμετείχα σε καμία θεατρική σχολική παράσταση. Με έβαζαν πάντα να τραγουδάω. Όμως η ζωή έχει περισσότερη φαντασία από μας. Το θέατρο με βρήκε χωρίς να το περιμένω, μέσω κάποιων συγκυριών και με γοήτευσε. Αποφάσισα να το σπουδάσω με το συναίσθημα «Κοίτα τι έχανα τόσο καιρό» και τώρα δεν θέλω να ζήσω χωρίς αυτό.
Είσαι όμως και μια υπέροχη τραγουδίστρια. Πώς προέκυψε;
Αυτό που έλεγα πριν. Από πολύ μικρή τραγουδάω. Θυμάμαι στο δημοτικό να βλέπω videoclip στο Mad και να τραγουδάω από πάνω. Ξεκίνησα φωνητική στα δεκαέξι μου και κάνω ακόμα. Δεν τελειώνει αυτό. Ξεκίνησα από μοντέρνο, μετά έκανα musical και τώρα κάνω κλασικό. Πάντα ήθελα να ασχοληθώ με το τραγούδι. Τραγούδησα επαγγελματικά πολλά διαφορετικά ήδη σε διάφορα μαγαζιά. Έζησα και τη νύχτα, αλλά δεν αντέχω το ξενύχτι. Τώρα γράφω τα δικά μου τραγούδια και εκπληρώνω το τραγούδι πολύ, μέσα από το θέατρο και τη μεταγλώττιση, χωρίς να έχω αφήσει τα live, ενώ εδώ και δύο χρόνια διδάσκω φωνητική.
Αν σου ζητούσα να διαλέξεις, ποιο από τα δυο θα σε κέρδιζε;
Νομίζω ότι αφήνομαι να με πάει η ζωή όπου θέλει, ελπίζοντας να θέλει να με κρατήσει στον δρόμο της τέχνης. Δεν μπορώ να διαλέξω ποιο απ’ τα δύο μου «παιδιά» αγαπώ περισσότερο. Είναι και τα δύο κομμάτι μου. Αν μπορούσα θα διάλεγα να μην αφήσω ποτέ την τέχνη. Τότε θα είμαι ευτυχισμένη! Σε αυτή τη φάση κυνηγάω περισσότερο το θέατρο και την υποκριτική, χωρίς να αφήνω τη μουσική. Αναγκαστικά πρέπει να δώσεις κάπου περισσότερη βαρύτητα. Μπορεί να μην είναι πάντα αυτή η αναλογία.
Υπάρχει χώρος για την τέχνη και τον πολιτισμό να αναπτυχθούν μέσα σε μια κοινωνία που βάλλεται συνεχώς;
Πάντα υπάρχει χώρος για τέχνη και πολιτισμό, γιατί είναι συνυφασμένα με την ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτό που δεν δίνεται είναι η δυνατότητα στους καλλιτέχνες να ζήσουν από την τέχνη τους. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες αναγκάζονται να κάνουν και κάποια άλλη δουλειά και δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο επηρεάζει αυτό τη διάθεσή τους και τη δημιουργικότητά τους. Ναι, η τέχνη είναι δουλειά για κάποιους. Δεν είναι ούτε χόμπι, ούτε καταναγκαστική εργασία. Είναι καλό να αγαπάς τη δουλειά σου και η κοινωνία είναι σαν να σου λέει όχι σ’ αυτό. Η τέχνη είναι μικρόβιο για τους καλλιτέχνες και πάντα θα την ασκούν, όσοι δεν είναι αρκετά πληγωμένοι από τις συνθήκες. Ζούμε στη χώρα του πολιτισμού, αλλά το πρόβλημα είναι ότι έχουμε μια προσκόλληση στον πολιτισμό του παρελθόντος, ενώ θα έπρεπε να στηρίζεται περισσότερο η νέα δημιουργία. Επίσης, ο πολιτισμός στηρίζεται στην πρωτεύουσα και όχι στην επαρχία. Έτσι, σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες ψάχνουμε δουλειά στην Αθήνα. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να αλλάξει για να δοθούν περισσότερες ευκαιρίες και στους καλλιτέχνες και παροχές στους ανθρώπους της επαρχίας.
Ο Έλληνας πηγαίνει στο θέατρο; Στηρίζει τον πολιτισμό;
Νομίζω ότι εδώ θα δώσω τη συνέχεια της προηγούμενης απάντησης, γιατί η κοινωνία δεν είναι ανεξάρτητη από τους ανθρώπους της. Ο Έλληνας θα βγει να στηρίξει την τέχνη σε ένα βαθμό. Αλλά εδώ δυσκολεύεται να πληρώσει το νοίκι… Σε πόσες παραστάσεις να πάει; Στην τέχνη υπάρχει περισσότερη προσφορά και λιγότερη ζήτηση. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η κρατική βοήθεια, η οποία είναι πολύ μικρή. Γενικά παρατηρώ ότι η διασκέδαση υπερτερεί της ψυχαγωγίας. Δεν λέω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Είναι προφανώς μια ανάγκη της εποχής, η οποία όμως πλήττει την τέχνη. Εκτός αυτού, στην Ελλάδα έχουμε το «σύνδρομο της πατάτας του Καποδίστρια», αν μας απαγορευτεί κάτι το ζητάμε περισσότερο μετά, ενώ πριν το απαξιούσαμε. Έτσι τα θέατρα μετά τον Covid19 γνώρισαν μια άνθηση, που ελπίζω να κρατήσει! Επίσης έχουμε μια ξενομανία, προτιμούμε πολλές φορές κάτι ξένο και μειώνουμε το ελληνικό, ενώ η Ελλάδα έχει βγάλει διαμαντάκια! Αυτά είναι πράγματα που πρέπει να δουλευτούν στη νοοτροπία μας.
Μαίρη Ζαρακοβίτη
0 Comments