Η παράσταση «Ελάτε να πιούμε έναν καφέ» παρουσιάζεται από το τέλος Νοεμβρίου στο θέατρο Μικρός Κεραμεικός. Είναι μια παράσταση με απρόβλεπτες εξελίξεις και καταιγιστικές ανατροπές. Είχαμε την χαρά να συνομιλήσουμε με τον Δημήτρη Καλαντζή, ο οποίος πρωταγωνιστεί στο έργο και ο οποίος μας μίλησε για το ίδιο το έργο και όχι μόνο. Ευχαριστούμε θερμά την Άντζυ Νομικού, η οποία φρόντισε να στηθεί αυτή η συνέντευξη.

Πώς έγινε η προσέγγιση για τον ρόλο;
Όπως συμβαίνει σε κάθε ρόλο που καλούμαι να ενσαρκώσω, περνάω μία περίοδο προετοιμασίας, πριν ξεκινήσουν οι πρόβες, κατά την οποία – αφού έχω διαβάσει το κείμενο – ανιχνεύω το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο της συγκεκριμένης εποχής στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία. Στη συνέχεια, προσπαθώ να σκιαγραφήσω το ψυχολογικό προφίλ του ρόλου και να χαράξω τους βασικούς άξονες πάνω στους οποίους δομείται ο χαρακτήρας και – παράλληλα – συλλέγω και καταγράφω οποιαδήποτε πληροφορία μου υπαγορεύει το ένστικτό μου, που θα μπορέσω να χρησιμοποιήσω στη σύνθεση του ρόλου, στη διάρκεια των προβών.
Για να φτάσω στον Εμερεντζιάνο Παροντσίνι, τον χαρακτήρα που υποδύομαι στο «Ελάτε να πιούμε έναν καφέ», του Πιέρο Κιάρα, οι διαδρομές ήταν πιο ‘’επικίνδυνες’’ από αυτές που ακολουθώ συνήθως. Σε αυτό με βοήθησε ο σκηνοθέτης της παράστασής μας, ο Νίκος Καρδώνης, του οποίου η σκέψη υποκινείται ενδομύχως από το πολύ δυνατό του υποκριτικό ένστικτο και αυτό την οδηγεί εκτός της πεπατημένης, πράγμα το οποίο, στις πρόβες, μου ξεκλείδωσε πόρτες σκοτεινών δωματίων της ψυχής μου που, σπάνια, είχα επισκεφθεί μέχρι τώρα, αλλά έπρεπε να περάσω μέσα απ’ αυτά, για να μπορέσω να ολοκληρώσω τον χαρακτήρα του Παροντσίνι.
Πόσο καιρό πήραν οι πρόβες, ώστε να πάρει την τελική της μορφή η παράσταση;
Οι πρόβες κράτησαν σχεδόν τρεις μήνες. Η δική μου η δουλειά ξεκινάει πριν τις πρόβες και συνεχίζεται ακόμα και μετά την πρεμιέρα. Οι ρόλοι εξελίσσονται και εμπλουτίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια των παραστάσεων. Μου έχει τύχει να συνεχίσω να δουλεύω ρόλους, ακόμα και μετά το πέρας των παραστάσεων, γιατί αυτό που κάνουμε, δεν έχει να κάνει μόνο με την παρουσίασή του στο κοινό, αλλά και με αυτό που ψάχνουμε μέσα μας. Και ψάχνεις συνεχώς, όταν κάτι σου λείπει, όταν έχεις αυτή την αίσθηση του ανολοκλήρωτου. Εξάλλου, ένας ρόλος αποτελεί μέρος ενός έργου τέχνης, που είναι η παράσταση. Και ένα έργο τέχνης δεν τελειώνει ποτέ. Όπως τα ποιήματα… όπως ο έρωτας… πάντα μένει κάτι μέσα μας ανικανοποίητο…

Ποια τα μηνύματα που αφήνει αυτή η παράσταση στον θεατή;
Μία κωμωδία που θα κάνει τον θεατή να χαμογελάσει, κάποιες στιγμές ακόμα και να ξεκαρδιστεί στα γέλια κι εκεί που θα παρακολουθεί αμέριμνος, η παράσταση, προγραμματισμένα και μεθοδικά, θα οδηγήσει τη σκέψη του σε περιοχές πέραν της ανώδυνης και άνευ ουσίας διασκέδασης, θα αναρωτηθεί και θα προβληματιστεί. Με όχημα το χιούμορ, το κοινό θα παρακολουθήσει μια ιστορία που σχολιάζει ακραίες ανθρώπινες συμπεριφορές. Στην ψυχή του, όμως, θα καταγραφεί μια αλληγορία για τη γέννηση του φασισμού και την επιρροή του στους ανθρώπους, ακόμα και μετά την πτώση του.
Γιατί διαλέξατε το επάγγελμα του ηθοποιού; Ποια εσωτερική ανάγκη σας ώθησε;
Το θέμα δεν τελειώνει με την επιλογή, απλώς, ενός επαγγέλματος. Αυτό είναι μόνο η αρχή. Το σημαντικό είναι το πώς θέλεις να τοποθετήσεις τον εαυτό σου στον συγκεκριμένο χώρο. Και αυτή η συνέχεια καθορίζεται από τον χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου. Ο χαρακτήρας μας είναι η μοίρα μας. Κι εμένα ο χαρακτήρα μου μου υπαγόρευσε να γίνω ηθοποιός, γιατί ήθελα να καταλάβω τη ζωή και τους ανθρώπους και όχι για να κερδίσω κάτι.
Τι σημαίνει για εσάς να είστε πάνω στη σκηνή; Τι σημαίνει να είσαι ηθοποιός;
Ο ηθοποιός είναι ένας καλλιτέχνης. Συνεπώς, ο ρόλος που πλάθει κάθε φορά και κατ’ επέκταση και η παράσταση στην οποία συμμετέχει, είναι δημιουργίες του, που αποτελούν έργα τέχνης. Το να εκθέσεις, λοιπόν, στα μάτια του κοινού, το έργο τέχνης που δημιούργησες, είναι ο λόγος για να βρεθείς πάνω στη σκηνή. Αυτό, στο ξεκίνημά μου, μου ήταν αρκετό. Έφτασε όμως η στιγμή που δεν μου έφτανε. Έπρεπε να βρω ποια ήταν η συνέχεια αυτού. Έπρεπε να πάω παρακάτω. Έτσι, με πολύ κόπο και με την εμπειρία των χρόνων, ανακάλυψα ότι το επόμενο στάδιο, είναι μια οφειλή που πρέπει να εκπληρώσει ο ηθοποιός-καλλιτέχνης, για να του εκχωρηθεί το δικαίωμα να συνεχίσει να βρίσκεται πάνω στη σκηνή. Είναι απαραίτητο να αφουγκράζεσαι τον αντίκτυπο της αλληλεπίδρασης του δημιουργήματός σου με το κοινό. Και να σε αφορά η ποιότητα της σιωπής που δημιουργείται μέσα στην αίθουσα. Μόνον έτσι θα έχει νόημα να ξαναβρεθείς πάνω στη σκηνή. Γιατί μόνον έτσι, την επόμενη φορά δεν θα είσαι ίδιος με την προηγούμενη. Και αυτό ακριβώς είναι που δίνει αξία σε αυτόν που φέρει τον τίτλο του επαγγελματία ηθοποιού. Η προσπάθειά του να αλλάζει, η αγωνία του να εξελίσσεται.

Κωμωδία ή δράμα; Τι αγαπάτε περισσότερο και γιατί;
Δεν είναι τόσο το είδος που με αφορά, όσο η διαδρομή. Φυσικά, ο κάθε ηθοποιός έχει μια έμφυτη τάση, όλοι λίγο-πολύ γέρνουμε προς τη μία πλευρά ή την άλλη. Είναι καθαρά θέμα ιδιοσυγκρασίας. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η διαχείριση των συναισθημάτων και αυτό επιτυγχάνεται μέσω της παρατήρησης, της έρευνας και της αναπαραγωγής, μέσω της συμπυκνωμένης ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η υποκριτική έχει να κάνει με τη μεταφορά αυτών των συναισθημάτων από τη σκηνή προς την πλατεία, από τον ηθοποιό προς το κοινό. Αυτή είναι η αγωνία μου. Τα διαφορετικά είδη πρέπει να είναι χαρά για τον ηθοποιό, γιατί έτσι θα ανακαλύψει ακόμα περισσότερες εκδοχές του εαυτού του.
Τηλεόραση ή θέατρο; Τι επιλέγετε;
Είναι δύο εντελώς διαφορετικά μέσα και ως εκ τούτου, μιλάμε για δύο διαφορετικές τεχνικές, στο πώς εξωτερικεύονται τα συναισθήματα μέσω της υποκριτικής. Το θέατρο απαιτεί μία εξωστρέφεια στη χρησιμοποίηση των εκφραστικών μέσων του ηθοποιού, ενώ στην κάμερα ακριβώς το αντίθετο. Αποτελούν τα δύο βασικά πεδία, στα οποία μπορούμε να εξασκήσουμε την τέχνη μας. Και τα δύο μπορούν να είναι υπέροχα, αλλά και εφιαλτικά. Και αυτό έχει να κάνει με τους ανθρώπους που απαρτίζουν μία δουλειά και με τις δυνατότητες, την οργάνωση και τον προγραμματισμό της κάθε παραγωγής. Δεν τα ξεχωρίζω, αν και έχω εκπαιδευτεί για το θέατρο. Ο άξονας είναι κοινός και είναι η υποκριτική, είναι η δουλειά μου, που την αγαπώ, είτε συμβαίνει πάνω στη σκηνή, είτε μπροστά από μία κάμερα.
Υπάρχει χώρος για την τέχνη και τον πολιτισμό να αναπτυχθούν μέσα σε μια κοινωνία που βάλλεται συνεχώς;
Έχουν ήδη περάσει πολλές δεκαετίες από τότε που ο Κάρολος Κουν – στην προσπάθειά του για αφύπνιση – είπε τη φράση «…η Πολιτεία πρέπει κάποτε να καταλάβει πως η Παιδεία και το Πολιτιστικό επίπεδο μιας χώρας, είναι τόσο σημαντικά όσο και το ‘’κατά κεφαλήν εισόδημα’’…». Σε μια χώρα όπου ο πολιτισμός σίγουρα δεν είναι στις προτεραιότητες των κυβερνόντων, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι σε αυτές των πολιτών – στη μεγάλη πλειοψηφία αναφέρομαι, πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις – είναι πολύ δύσκολο να καταχωρηθεί στις προσλαμβάνουσες του Έλληνα, η αναγκαιότητα και η αναζήτηση της Τέχνης στη ζωή του, για να εμπλουτίσει την προσωπική του καλλιέργεια και να εμβαθύνει τον τρόπο σκέψης του.
Ο Έλληνας πηγαίνει στο θέατρο; Στηρίζει τον πολιτισμό;
Νομίζω ότι το σταθερό θεατρικό κοινό, είναι το πέντε τοις εκατό του πληθυσμού. Και μιλάω για την Αθήνα και τα μεγάλα αστικά κέντρα. Στην επαρχία τα ποσοστά πέφτουν ακόμα πιο χαμηλά. Αυτή η μεταφορά σε μια διαφορετική, μερικές φορές παράξενη και σίγουρα πιο ποιητική διάσταση, που είναι το θέατρο, έχει εκπέσει πολύ στις μέρες μας. Πρέπει να νοιώθεις την ανάγκη να ψάξεις μέσα σου, για να σου δημιουργηθεί η επιθυμία να περάσεις σ’ αυτή, την άλλη, διάσταση. Οι άνθρωποι βολεύονται στο μη ψάξιμο, γιατί το ψάξιμο επιφέρει ανησυχία. Πρέπει να βγεις από τη ζώνη της ησυχίας σου, να αναρωτηθείς. Να αναζητήσεις επίμονα την αλήθεια. Αλλά η αλήθεια, έχει αντίτιμο. Που, για τους περισσότερους ανθρώπους που κατοικούν αυτή τη χώρα, με τα τόσα προβλήματα σήμερα, είναι βαρύ. Δεν επιθυμούν να το πληρώσουν.
Τι είναι αυτό που λειτουργεί για εσάς σαν κινητήρια δύναμη, ώστε να υπηρετείτε τόσο πιστά την τέχνη σας;
Η Τέχνη είναι πολύτιμη. Οτιδήποτε έχει μεγάλη αξία, συνήθως το κρατάμε κρυμμένο, το φυλάμε μέσα στο σπίτι μας, το κλειδώνουμε σε χρηματοκιβώτια και τραπεζικές θυρίδες, το εξαφανίζουμε σε θησαυροφυλάκια σε σκοτεινά υπόγεια, το ασφαλίζουμε με συναγερμούς για να μην μας το κλέψουν! Εδώ όμως είναι που δημιουργείται μία παραδοξότητα με την Τέχνη. Για ν’ αναδειχθεί η αξία της, πρέπει να την εκθέσουμε στις ψυχές και στην καρδιά των ανθρώπων. Δεν μπορείς να κάνεις θέατρο κλεισμένος μες στο σπίτι σου, μόνος σου! Πρέπει να τη μοιραστείς με τον κόσμο, για να συνειδητοποιήσεις το μέγεθός της. Που σημαίνει ότι πρέπει να βρεις τον τρόπο να επικοινωνήσεις. Αυτή η προσπάθεια επικοινωνίας με τους ανθρώπους δημιουργεί την αναγκαιότητα για αφοσίωση με την ενασχόληση της Υποκριτικής, γιατί η αφοσίωση επιφέρει όλο και μεγαλύτερη εμπλοκή, που σε οδηγεί κάθε φορά σε ακόμα μεγαλύτερη ψυχική έκθεση, η οποία είναι αναγκαία για μια ουσιαστική επικοινωνία.
Μαίρη Ζαρακοβίτη
0 Comments