Όπου φτωχός κι η μοίρα του; Και τη φτώχια μην την υπολογίσετε με τα χρήματα και τις απολαβές. Ούτε με τα καντάρια γνώσης και έλλειψης πληροφοριών. Πατήστε μία εκεί, στα δεξιά του σώματός σας. Αν δεν νιώσετε κάτι… η φτώχεια είναι δεδομένη. Το ανησυχητικά διαχρονικό κείμενο του Κώστα Μουρσελά και η διασκευή του από τον κύριο Βασίλη Καλφάκη, ο οποίος έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία και πρωταγωνιστεί.
Μία παράσταση στη σκιά του προεδρικού διατάγματος 85/2022 (ΦΕΚ 232/Α/17-12-2022), με το οποίο τα πτυχία καλλιτεχνικών σπουδών εξισώνονται με απολυτήριο λυκείου. Θα θέλαμε πολύ να μάθουμε το όνομα εκείνου που σκέφτηκε και έπεισε και τους άλλους να γίνει κάτι τέτοιο. Θα επανέλθουμε.
Ο Λεωνίδας είναι προϊστάμενος σε μία μεγάλη εταιρεία. Το στυλάκι του παραπέμπει ανάμεσα σε Αντωνάκη (από το «Η δε γυνή…») και σε καρικατούρα προηγούμενων δεκαετιών, ιδίως με εκείνη την άθλια χωρίστρα στο μαλλί του και το μουστακάκι – σήμα κατατεθέν της δεκαετίας του ’30 και όλων των ερπετών που επωάστηκαν από ρυπαρά αυγά. Επαγγελματίας κωλογλύφτης και σκοτεινός κομπάρσος στην υπηρεσία των από πάνω του και δη του προέδρου της εταιρείας, προσπαθεί να βρίσκεται συνέχεια κοντά του, να τύχει της εύνοιάς του και να αναρριχηθεί στα αξιώματα του γραφείου. Έχει μετακομίσει ακριβώς κάτω από το διαμέρισμα του προέδρου και φιλοδοξεί να συνάψει «κοντινές» ήτοι φιλικές σχέσεις με εκείνον.
Η Ελένη πάλι, η σύζυγος, είναι μία γυναίκα που ξεκίνησε να αγαπά τον σύζυγό της, στη συνέχεια όμως και με δεδομένο ότι ο ανήρ τραβά αυτά τα απίστευτα κολλήματα, ξενέρωσε και αποζητά την «απελευθέρωση». Δεν θέλει να είναι ντεκόρ, δεν επιθυμεί να κινείται και να σκέφτεται κατόπιν εντολής. Θέλει – και πρέπει – να αισθάνεται σαν άνθρωπος και όχι σαν ρομποτάκι και μάλιστα κουρδιστό.
Μαύρο χιούμορ, ίσως πικρό χιούμορ, κείμενο που χτίζει ένταση, μυστικά που αποκαλύπτονται κλιμακωτά. Ο κύριος Καλφάκης στον ρόλο του Λεωνίδα είναι πειστικός. Μας θλίβει με τον τρόπο του, μας κάνει να τον λυπόμαστε λίγο και να τον ψέγουμε πολύ και είναι όλο αυτό χαρακτηριστικό της δουλειάς που έχει ρίξει. Οι κινήσεις του είναι μελετημένες, το σώμα του τεντώνει προς διάφορες κατευθύνσεις και το ντύσιμό του ακόμα παραπέμπει προς εποχές άλλες. Κάτι σαν «Ελληνορθόδοξες». Μας άρεσε το πώς πέρασε στον χαρακτήρα του αυτή τη μορφή. Ένα σκουλήκι μεταλλαγμένο σε άνθρωπο.
Η κυρία Σάντρα Λειβαδάρα στον ρόλο της Ελένης είναι αυτό που λέμε καρατερίστα. Πήρε ένα ρόλο και τον έντυσε. Ντύθηκε μαζί του και τον έκανε δεύτερο δέρμα της. Ίσως και κάτι άλλο. Είναι ειρωνική, η φωνή της είναι μελωδικότατη και η ίδια ανεβοκατεβάζει συχνωτικά και σε ταχύτητα, για να προσδώσει το κατάλληλο ύφος και όγκο στις λέξεις που εκστομίζει. Είχε δύο-τρία σαρδάμ, αλλά θεωρούμε ότι θα προσπεράσει με άνεση, έτσι κι αλλιώς είναι κουμπωμένη στον ρόλο της. Διαθέτει πλαστικότητα, είναι ευέλικτη και η μεταμόρφωσή της, προς το πέρας της παράστασης, είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην πλοκή και την πορεία προς την κάθαρση. Μία κάθαρση που δεν έχουμε ιδέα για το πού και πώς φέρει τα πράγματα. Στην ουσία αφήνει τους δύο πρωταγωνιστές σε ένα άλλο χωροχρονικό σημείο, προκειμένου να συνεχίσουν αυτό που προτίθεντο να κάνουν, με τα νέα στοιχεία να οικοδομούν τη συνέχεια.
Είναι πολύ έξυπνο που το τρίτο πρόσωπο τίθεται εκτός σκηνής και μας άρεσε πολύ η εναλλαγή των κινήσεων των δύο βασικών χαρακτήρων. Δεν θα προδώσουμε άλλο το κείμενο, ούτε την ίδια την παράσταση. Θα πούμε απλά ότι πρόκειται για μία ιστορία που τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που θα εύχονταν εκείνοι που τη ζουν. Το αν τους παρασύρει τώρα…
Άμεση και πραγματική σκηνοθεσία από τον κύριο Καλφάκη, ο οποίος βάζει τους δύο χαρακτήρες να ψηθούν μέσα σε ένα σκηνικό γεμάτο βάζα, τους βάζει να φιλιώσουν και να τσακωθούν, να ερωτοτροπήσουν και να μισήσουν. Όμορφοι οι φωτισμοί του κυρίου Βασίλη Γιαννακόπουλου και κάτι το οποίο μου έκανε εντύπωση. Ίσως είναι ο κλιματισμός, ίσως όχι, αλλά εγώ το «υιοθέτησα» σαν εφέ. Καθόλη τη διάρκεια της παράστασης έφτανε στ’ αυτιά μου ένα θρόισμα, σαν να βρέχει ελαφρά έξω από τον χώρο. Κάτι που έδεσε καταπληκτικά με την ροή των διαλόγων και της ιστορίας. Ο παράγων Χ; Γιατί όΧι;
Κώστας Κούλης
Διασκευή – σκηνοθεσία: Βασίλης Καλφάκης
Μουσική: Ανρί Κεργκομάρ
Επιμέλεια κίνησης: Νατάσα Σιέτου
Επιμέλεια σκηνικών-κοστουμιών: Ηλιάνα Μπαφέρου
Φωτισμοί: Βασίλης Γιαννακόπουλος
Φωτογραφίες-trailer: Πάτροκλος Σκαφίδας
Υπεύθυνη επικοινωνίας: Γιώτα Δημητριάδη
Παίζουν: Σάντρα Λειβαδάρα και Βασίλης Καλφάκης
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Σάββατο και Κυριακή στις 20:30
Από 16 Σεπτεμβρίου και για 8 παραστάσεις.
Τιμές εισιτηρίων:
Κανονικό: 15 ευρώ.
Φοιτητικό/ανέργων: 10 ευρώ.
Ατέλεια ηθοποιών – σπουδαστών καλλιτεχνικών σχολών: 8 ευρώ.
Διάρκεια:70 λεπτά
Προπώληση: https://www.more.com/theater/maxairi-sto-kokalo/
Χώρος παραστάσεων:
Θέατρο 104. Στάση Μετρό: «Κεραμεικός».
Τηλέφωνα: 695 126 9828, 210 3455020.
E-mail: theatre104@gmail.com
Κατά τη διάρκεια της παράστασης ακούγονται δυνατοί ήχοι από σπάσιμο μπαλονιών
0 Comments