A Monkey Shine
Altered State
2024 – Self release
Get To The Point
Cotton White Overdrive
Audiotrip
Lazy Eye
Deep In The Mud
Make Ends Meet
Late Wait
Lazy Eye (instrumental)
Αρχίνημα με το “Get To The Point”… Το μπάσο, τα πλήκτρα, τα τύμπανα, οι σκούρες κιθάρες… Βρεθήκαμε στο Pike Market κιόλας; Είμαστε στο Post Alley και «εναποθέτουμε» τον αντίστοιχο «οβολό» μας στον τσιχλότοιχο; Το μοτίβο είναι βγαλμένο από τους καλύτερους εφιάλτες των Alice In Chains, τη φωνή θα τη χάζευε ο Steven Wilson και η όλη ενορχήστρωση είναι τόσο στρωτή και τόσο πλήρης… Ρεφρέν που ακούγεται εντελώς φιλικό στο αυτί και ένα θεματικό σόλο που λειτουργεί σαν κονφερασιέ. Don’t try to lie… Enjoy the ride.
To ντεμπούτο των δικών μας Α Monkey Shine έχει δημιουργηθεί για να δείξει, για μία ακόμα φορά, ότι οι ελληνικές μπάντες ηγούνται ΟΛΩΝ των Ευρωπαϊκών σε έμπνευση και εφαρμογή, σε ιδέες και πραγμάτωση αυτών. Το “Cotton White Overdrive” κινείται σε Floydικά χωράφια (μέχρι και King Crimson μην σας πω), με πολλαπλές φωνές στο ρεφρέν, με μπάσα λόγια διάσπαρτα και μία Blues διάθεση, γεμάτη μελαγχολία μεν, τίγκα στη θετική ενέργεια δε. Συνέχεια με το “Audiotrip”, στο οποίο συμμετέχει ο σπουδαίος Άγγλος μουσικός Duke Garwood. Το πιάνο δεσπόζει, οι κιθάρες χρωματίζουν και η moodίλα της σύνθεσης συναντιέται με το κινηματογραφικό αλάβαστρο, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα μίγμα που θα ξετρελάνει τους φίλους του ατμοσφαιρικού υβριδίου κάθε Ροκ συνιστώσας.
Το άλμπουμ έχει ηχογραφηθεί στα Underground Music Studios, με τον εξαίρετο Jim Katsaros (The Silent Wedding) να επιμελείται παραγωγή – μαζί με το συγκρότημα φυσικά – και μίξη. Το mastering έχει γίνει από τον Justin Armstrong (Geddy Lee, Pearl Jam, Queensryche και ο κατάλογος δεν τελειώνει) στα JAP Studio, στη Νέα Ορλεάνη. Όπως καταλαβαίνετε, ηχητικά το άλμπουμ δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις υπέρ-παραγωγές που έχετε ακούσει κατά καιρούς.
Το ”Deep In The Mud” έχει αυτό το αλήτικο στυλάκι, με το χαρακτηριστικό riff να οδηγεί και να σπάει, για να δώσει χώρο σε υπόλοιπα όργανα και φωνή. Αν οι Alternative μπάντες τότε, στην αυγή της δεκαετίας του ’90, έπαιζαν τόσο καλά, τότε το Grunge δεν θα θεωρούταν κατάρα για τη μουσική, αλλά μάλλον ευλογία. “Make Ends Meet” και το μπάσο μας εισαγάγει στον κόσμο των παιδιών. Είναι οι κιθάρες ένρινες; Είναι ειρωνικές και σαρκαστικές; Κι όμως, κάτι τέτοιο μου βγάζουν. Η φωνή είναι καθαρή και ερωτεύσιμη, τα δεύτερα μπαίνουν όπως πρέπει και η σύνθεση γενικά διέπεται από μία απίστευτη άνεση. Ίσως αυτή η λέξη – άνεση – να είναι και το κλειδί του δίσκου. Οι άνθρωποι παίζουν και νομίζεις ότι το κάνουν με το ένα χέρι δεμένο πίσω από την πλάτη, μιλώντας παράλληλα στο τηλέφωνο.
Το πιάνο στο “Late Wait” ξεκινά ένα ακόμα κινηματογραφικό ταξίδι. Cuz reality bites… Μελαγχολικό, με πολύ προσεγμένη ενορχήστρωση, με φωνητικές αρμονίες, με ένα τσέλο που ακούω και αγαπώ και μία μελωδική αφήγηση που με ταξιδεύει μέχρι τα νησιά του San Juan. Ένα βαρκάκι στο αρχιπέλαγος και μία διαδρομή που δεν θέλουμε να τελειώσει. H ορχηστρική βερσιόν του “Lazy Eye” λειτουργεί σαν η τέλεια γέφυρα ανάμεσα στα τραγούδια και τον επίλογο του πράγματος, δίνοντάς μας την ουσία της αρτιότητας του άλμπουμ.
Τι να πω… Δηλώνω οπαδός, επιθυμώ να ακούσω αυτά τα τραγούδια ζωντανά ΧΘΕΣ και εύχομαι στη μπάντα τα καλύτερα και μόνο. Καλοτάξιδο, κύριοι!
Κώστας Κούλης
0 Comments