Άγγελος θανάτου… Μονάρχης στο βασίλειο των νεκρών… Δεν θα σταματήσουν ποτέ αυτοί οι στίχοι να χαράζουν το μυαλό και την ψυχή… Δύο άγνωστοι συναντιόνται σε ένα κουπέ. Εκείνος είναι ανώτερος δημόσιος υπάλληλος. Εκείνη ετοιμάζει τη διδακτορική διατριβή της. Η οποία έχει να κάνει με τον Γιόζεφ Μένγκελε, τον άθλιο χασάπη του Άουσβιτς. Προτείνει λοιπόν να παίξουν ένα παιχνίδι χαρακτήρων. Και από εκεί και μετά οδηγούμαστε στην απογείωση του σπουδαίου έργου του Θανάση Τριαρίδη. Κοντά μας έχουμε τον Γιώργο Νάσιο, ο οποίος υποδύεται εκείνον και κατά συνέπεια «εκείνον». Τον «γιατρό» της απόλυτης δυστοπίας. Ο κύριος Νάσιος θα μιλήσει για το έργο, για το πώς και το γιατί, για τη «δράση» της παράστασης και τη δική του διαδρομή, η οποία τέμνει Ελλάδα και Ελβετία. Θερμές ευχαριστίες στη Γιώτα Δημητριάδη, η οποία φρόντισε να πραγματοποιηθεί αυτή η συνέντευξη.
Πώς ήρθατε σε επαφή για την παράσταση «Μένγκελε» του Θανάση Τριαρίδη. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να πείτε το ναι;
Την πρώτη κουβέντα για το κείμενο του Μένγκελε και την πρόταση μου την έκανε πριν από δύο χρόνια η Εύα Πιάδη, με την οποία και παίζουμε μαζί στην παράσταση. Μου είπε πως έχει διαβάσει ένα συγκλονιστικό κείμενο του Θανάση Τριαρίδη και πως θα ήθελε πολύ να παίξουμε μαζί. Η πρότασή της ήρθε ακριβώς τη στιγμή που είχα πει μέσα μου πως θέλω να ξαναπαίξω στο θέατρο και πως θέλω έναν ρόλο πρόκληση – πρόσεχε τι ζητάς… (γελάει) Με την Εύα γνωριζόμαστε από το 2018, όταν τη σκηνοθέτησα στη Λυσιστράτη και η σχέση μας εξελίχθηκε μέσα στα χρόνια, από σχέση δασκάλου – μαθήτριας, σε μια σχέση φιλίας και εμπιστοσύνης. Έχοντας λοιπόν κοινούς θεατρικούς αλλά και ανθρώπινους κώδικες, είπα το ναι χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς να έχω καν διαβάσει το κείμενο! Είμαι άνθρωπος που πιστεύω και ακολουθώ το ένστικτό μου και τις συγχρονικότητες και πορεύομαι με αυτά. Η μελέτη του κειμένου αλλά και το ταξίδι που ακολούθησε, επιβεβαίωσε την πρώτη μου αίσθηση.
Η σκηνοθέτις Βάνα Πεφάνη περιγράφει τους χαρακτήρες ως «ερωτήματα με μορφή ανθρώπου». Πώς επηρεάζει αυτή η προσέγγιση τον τρόπο με τον οποίο παίζετε τον ρόλο σας; Βιώνετε τον χαρακτήρα σας περισσότερο ως μια «έννοια» ή ως έναν «άνθρωπο»;
Αρχικά να πω πως είναι μαγικό το ταξίδι με τη Βάνα. Και λέω είναι, γιατί ενώ τελειώνει, υποτίθεται, με το ανέβασμα της παράστασης, εγώ νιώθω πως τώρα ξεκινάει! Κάθε μέρα πηγαίνουμε και πιο βαθιά στην αναζήτησή μας. Δεν ησυχάζει ποτέ. Της είναι και μας είναι πολύ σημαντικό το μήνυμα που επικοινωνεί αυτό το κείμενο και ευχόμαστε και επιθυμούμε το ίδιο και για την παράστασή μας. Ειδικά αυτή την εποχή. Με όλα αυτά, στα οποία γινόμαστε μάρτυρες και στα οποία αναγνωρίζουμε δυναμικές άλλων εποχών και διακρίνουμε ξεκάθαρα την επαναληπτικότητα και τους κινδύνους.

Όλοι μας είμαστε ερωτήματα. Ερχόμαστε με ερωτήματα, πορευόμαστε με ερωτήματα και θα φύγουμε με ερωτήματα. Κανείς ποτέ δεν βρήκε όλες τις απαντήσεις. Είμαστε μια απειροελάχιστη παρένθεση στο μεγάλο ερώτημα της Ζωής.
Το ρόλο του Μ τον βιώνω ως έναν άνθρωπο που διέπεται από έννοιες. Από έννοιες συνειδητές και ασυνείδητες – εκδηλωμένες και ανεκδήλωτες, οι οποίες έρχονται στο φως, όταν οι συνθήκες τις αποκαλύπτουν και αδρανούν όταν οι συνθήκες αλλάζουν. Που τις έχει δικαιώσει μέσα του και λειτουργεί και πράττει με βάση αυτές.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση κατά τη διάρκεια της συνεργασίας σας με τη σκηνοθέτιδα Βάνα Πεφάνη σε ένα τόσο απαιτητικό έργο από ψυχολογικής άποψης;
Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν οι πρακτικές δυσκολίες, που ήταν κυρίως η απόσταση. Είναι μία διεθνής παράσταση, που γεννήθηκε και ολοκληρώθηκε μεταξύ Ζυρίχης και Αθήνας. Έδειξε τόση κατανόηση και υπήρξε τόσο γενναιόδωρη και υποστηρικτική μαζί μας η Βάνα! Χρειάστηκαν πολλά ταξίδια και η χρήση της τεχνολογίας, αλλά και η πολύτιμη συνδρομή της υπέροχης βοηθού σκηνοθέτιδάς μας, της Ελένης Τζαβάρα, για να φτάσουμε στην πραγματοποίησή της. Η επόμενη πρόκληση ήταν η προσέγγιση των χαρακτήρων, που δεν είναι τα ιστορικά πρόσωπα, αλλά δύο καθημερινοί άνθρωποι, που μπαίνουν στα παπούτσια τους. Τους προσεγγίσαμε με πολλή μελέτη, με πολλές κουβέντες και με πάρα πάρα πολλές πρόβες.
Τι ελπίζετε ότι θα πάρει μαζί του το κοινό, αφού φύγει από την αίθουσα; Ποιο είναι το πιο σημαντικό «μάθημα» ή συναίσθημα που θέλετε να μεταδώσετε;
Το τι θα πάρει το κοινό είναι τόσο ποικίλο, όσο και το κοινό το ίδιο. Ξέρετε, πολλές φορές – για να μη πω τις περισσότερες – οι άνθρωποι προβάλουμε πάνω σε ένα έργο τέχνης τον εαυτό μας. Τα βιώματα, τις γνώσεις και τις πεποιθήσεις μας. Ευχή μου είναι να υπάρχουν «χαραμάδες», απ’ όπου να μπορεί να μπει το φως. Με την παράστασή μας, το κοίταγμα του σκοταδιού μας κατάματα, είναι αυτό που μπορεί ίσως να οδηγήσει μια ψυχή στο να αντικρίσει και να συνομιλήσει με τις σκιές της και να αναζητήσει ακόμα πιο συνειδητά και επίμονα το φως. Να συνειδητοποιήσει πως το καλό μπορεί να είναι επιλογή.
Η ανατροφή σας μεταξύ Ελβετίας και Ελλάδας σας έχει δώσει μια μοναδική, διγλωσσική και διπλή πολιτισμική προοπτική. Πώς πιστεύετε ότι αυτή η εμπειρία σας έχει διαμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζετε έναν ρόλο;
Τι ωραία ερώτηση! Θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο! Ανήκω στη γενιά των Ελλήνων που είναι από κούνιας «άπατρις» και συνάμα έχει δύο πατρίδες. Που γεννηθήκαν έξω ως ξένοι και που στην Ελλάδα πάλι ξένοι είναι. Που θα αναζητούν μέχρι την τελευταία τους πνοή την πατρίδα μέσα τους. Και μάλιστα μεγάλωσα σε μια πολύ ιδιαίτερη συνθήκη που συνηθίζονταν τότε. Μέσα στη εβδομάδα με είχαν δώσει οι γονείς μου, για να μπορούν να εργάζονται, σε Ελβετούς, θετούς γονείς και τα Σαββατοκύριακα ήμουν πάλι με τους Έλληνες, βιολογικούς γονείς μου. Παλιά όλο αυτό το αισθανόμουν ως κατάρα και ως τραύμα. Με το πέρασμα των χρόνων – και με τη θεραπεία – έχει γίνει πια δώρο. Από μικρός λοιπόν ήταν όλα «διπλά». Μεγάλωσα με δύο ζευγάρια γονιών, δύο γλώσσες, δύο θρησκείες, δύο κουζίνες, δύο μουσικές, δύο παραδόσεις, κουλτούρες και νοοτροπίες. Αυτό με έκανε να κατανοήσω από πολύ μικρός ποια είναι αυτά που μας ορίζουν ως ανθρώπους και από τα οποία πολύ δύσκολα μπορούμε να ελευθερωθούμε αν δεν τα κάνουμε συνειδητά και δεν τολμήσουμε να τα αλλάξουμε. Τα πρότυπα, οι παραδόσεις και οι πεποιθήσεις μας. Η κουλτούρα μέσα στην οποία γεννιόμαστε με όλα τα συστήματά της. Την οικογένεια, τη θρησκεία, το σχολείο και το κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό πλαίσιο. Κι όσο δεν μας είναι συνειδητά, τόσο θα μας φοβίζει το διαφορετικό. Στην προσέγγιση του ρόλου λοιπόν νιώθω πως ναι, με βοήθησε το βίωμα της γερμανικής κουλτούρας, της ψυχρότητας και σκληρότητας που βίωσα ως παιδί. Και του αποκλεισμού μου ως ο ξένος και διαφορετικός.

Πώς βοηθά αυτή η εμπειρία της μετακίνησης και της προσαρμογής στην κατανόηση διαφορετικών πραγματικοτήτων και χαρακτήρων;
Πιστεύω πως είναι πολύ σημαντικό, το ότι και εγώ και η Εύα έχουμε πραγματικά βιώματα μιας γερμανόφωνης χώρας, του ξενιτεμού, της ζωής σε μία διαφορετική κουλτούρα και νοοτροπία και δεν χρειάστηκε απλώς να τα «φανταστούμε».
Θεωρείτε ότι το μουσικό σας background σας βοηθά να «ακούτε» διαφορετικά το έργο;
Πιστεύω πως η μουσική από τη φύση της επιδρά στην ανθρώπινη φύση. Στο σώμα αλλά και στα συναισθήματά μας. Δεν ξέρω αν το background με βοήθησε. Η εξαιρετική μουσική που συνέθεσε ο Orestis και οι ήχοι, είναι βασικό συστατικό της παράστασής μας. Ο τρίτος «παίκτης» επί σκηνής. Αφήνομαι λοιπόν στην επίδρασή τους και συνομιλώ μαζί τους επί σκηνής.
#απτγο Κώστας Κούλης
#βαπτγο Μαίρη Ζαρακοβίτη


0 Comments