Κάτι που συγκρατώ από την παράσταση “Ενοχές” είναι σίγουρα η ερμηνεία και η εν γένει παρουσία της κυρίας Βασιλικής Νικολοπούλου. Ηθοποιός με σταθερή πορεία και σπουδές στο Θέατρο των Αλλαγών, με μετεκπαίδευση στο Λονδίνο (Giles Foreman Centre of Acting). Για την εν λόγω παράσταση απέσπασε το πρώτο βραβείο καλύτερης παράστασης στο Δεύτερο Be-Hive Theatre Festival 2024, ενώ κέρδισε, μαζί με την Ελευθερία Φιντίκη, το βραβείο γυναικείας ερμηνείας, Οι “Ενοχές” επανέρχονται στο Θέατρο Δρόμος και θεωρήσαμε σαν το επόμενο και πλέον φυσιολογικό βήμα, να φιλοξενήσουμε τη σπουδαία καλλιτέχνιδα και να μιλήσουμε για τη διαδικασία, τις προκλήσεις και τις εσωτερικές διαδρομές που άνοιξε αυτό το έργο.
Βασιλική, ξεκίνησες με άριστα από το Θέατρο των Αλλαγών και συνέχισες στο Λονδίνο με υποτροφία. Πώς σε διαμόρφωσε αυτή η διεθνής εμπειρία στο Giles Foreman Centre of Acting;
Για να λάβεις τίτλο σπουδών από το Θέατρο των Αλλαγών, το άριστα είναι μονόδρομος. Το ξέρω ότι η σχολή έχει τη φήμη της «εύκολης» σχολής, γιατί δεν έχει εισαγωγικές εξετάσεις, αλλά πραγματικά, όσο εύκολο είναι να μπεις, τόσο δύσκολο είναι να βγεις, αφού οι εξετάσεις που δίνεις για να αποκτήσεις τον τίτλο σπουδών είναι πολύ αυστηρές. Και με χαρά το λέω ειλικρινά ότι η υποτροφία ήταν η ανταμοιβή των κόπων μου και η επιβράβευση της όποιας ικανότητας είχα. Για την εμπειρία με το Giles Foreman Centre of Acting, θα πω ότι καταρχάς ήταν συγκλονιστικό να δουλεύεις με ηθοποιούς από όλη την Ευρώπη, με διαφορετικό επίπεδο γνώσης και εμπειρίας. Υπήρχαν στην ομάδα από υποψήφιοι σπουδαστές της σχολής μέχρι καταξιωμένοι τηλεοπτικοί και θεατρικοί ηθοποιοί. Και μάλιστα δουλέψαμε στα αγγλικά, όχι στη γλώσσα μας. Το επίσης πολύ σπουδαίο ήταν ότι δουλέψαμε συνολικά, τόσο σωματικά, με εξοντωτικές χορευτικές ασκήσεις, όσο και ψυχολογικά, με πολύ προσωπικές εκμυστηρεύσεις και αυτοσχεδιασμούς. Και αυτό που κρατάω είναι ότι, λόγω της ασφάλειας και της εμψύχωσης που μας παρείχε ο Giles Foreman, δεν φοβήθηκα να δοκιμαστώ και να πειραματιστώ.
Από το 2009 έχεις ερμηνεύσει ρόλους κάθε ύφους – κωμικούς, δραματικούς, μουσικούς. Ποιος τύπος ρόλου σου δίνει τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική ικανοποίηση;
Τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική ικανοποίηση μου την παρέχει πρώτα από όλα η καλή συνεργασία. Από κει και πέρα, κάθε ρόλος αποτελεί πρόκληση και αντλώ μεγάλη ικανοποίηση ερμηνεύοντας διαφορετικά είδη. Βέβαια μου ταιριάζουν πιο πολύ οι κωμικοί ρόλοι, τους οποίους αγαπώ, λόγω εμφάνισης και ενέργειας, αλλά με ιντριγκάρουν φοβερά οι δραματικοί ρόλοι, κυρίως οι κλασσικοί, λόγω της σπουδαιότητας του κειμένου αλλά γιατί μεταξύ των άλλων – ας είμαι ειλικρινής – θρέφουν τη «ματαιοδοξία» μέσα μου. Αγαπημένοι μου ωστόσο είναι οι μουσικοί, γιατί μπορώ να εκφράζομαι και με τη δεύτερη καλλιτεχνική μου αγάπη, το τραγούδι.

Η συμμετοχή σου στις παραστάσεις του VAULT με τον Δημήτρη Καρατζιά έχει βάθος και διάρκεια. Ποιο είναι το μεγαλύτερο μάθημα που έχεις πάρει μέσα από αυτή τη σταθερή συνεργασία;
Ο Δημήτρης Καρατζιάς είναι ένας υπέροχος άνθρωπος και ένας ικανότατος και γενναιόδωρος σκηνοθέτης και δάσκαλος. Και το VAULT, που είχε δημιουργήσει με τους συνεργάτες του – και συνεχίζει την καλή δουλεία σε νέους χώρους – ήταν ο πιο φιλόξενος χώρος. Άλλωστε και η παράστασή μας από εκεί ξεκίνησε – από σεμινάριο σκηνοθεσίας. Σε πρακτικό επίπεδο, στο VAULT, μέσα σε κλίμα απόλυτης ελευθερίας ως προς τη δημιουργική έκφραση, δούλεψα ρόλους-πρόκληση, που δεν θα ήταν εύκολο να δουλέψω αλλού. Για παράδειγμα, τη γριά πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία, τη μεσήλικα μητέρα, την εξαρτημένη από χάπια, την αντρογυναίκα, την τραγική ηρωίδα του Τένεσσι Ουίλιαμς, κτλ.) και ειδικά με τον Δημήτρη Καρατζιά δουλέψαμε μεταξύ άλλων την εκφορά του λόγου, τη σωστή ανάγνωση, τους σωστούς κειμενικούς τονισμούς κτλ. Αν έμαθα κάτι, πέρα από αυτά; Να είμαι ανοιχτή, γενναιόδωρη, να δουλεύω πολύ, να σέβομαι τους ανθρώπους που συνεργάζομαι, αλλά και να μην παίρνω τον εαυτό μου και πάρα πολύ στα σοβαρά!
Στην παράσταση «ΕΝΟΧΕΣ», η ερμηνεία σου απέσπασε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας από κοινού με την Ελευθερία Φιντίκη. Πώς δουλεύεις τον ρόλο και πώς χτίζεται αυτή τη δυναμική μεταξύ σας;
Η μέθοδος που έχω διδαχθεί και εφαρμόζω, είναι η ανακάλυψη και η επίτευξη του στόχου ή αλλιώς του κινήτρου που έχει ο χαρακτήρας επί σκηνής. Δεν έχουν σημασία οι ατάκες, αλλά τι θέλει να πετύχει ο ηθοποιός πάνω στον συμπαίκτη του επί σκηνής. Επίσης, επινοώ και καταγράφω το παρελθόν του χαρακτήρα, από τις πληροφορίες που δίνει όλο το έργο, μέσα και από τις αναφορές των άλλων ρόλων στην ηρωίδα μου, πλάθω τις off σκηνές, δηλαδή ό,τι έχει προηγηθεί πριν την εμφάνισή μου κάθε φορά, ανακαλύπτω και αποδίδω τη σωματικότητα της ηρωίδας και τις συνθήκες που επικρατούν κατά τη διάρκεια της σκηνής – ώρα, μέρα, τόπος, καιρικές συνθήκες κτλ. – και στην περίπτωση μονολόγων, όπως στην έργο μας, σε ποιον μιλάω. Το κοινό δηλαδή αποκτά και αυτό έναν συγκεκριμένο ρόλο.
Αναφορικά με τη συνύπαρξη επί σκηνής με την Ελευθερία Φιντίκη, το παράδοξο που συμβαίνει με αυτήν την παράσταση είναι ότι, αν και δεν συναντιόμαστε ποτέ επί σκηνής, εντούτοις οι ενέργειές μας και ο ρυθμός μας είναι απόλυτα συντονισμένα. Σε κάθε παράσταση «παίρνω» από την Ελευθερία και το ίδιο συμβαίνει και με αυτή. Πραγματικά, δεν θα μπορούσα να φανταστώ άλλη συμπαίκτρια στη θέση της.
Ως ηθοποιός με εμπειρία στη σκηνοθεσία, βλέπεις διαφορετικά την έννοια της «ερμηνευτικής καθοδήγησης»; Πώς ισορροπείς ανάμεσα στην υποκριτική και τη σκηνοθετική ματιά;
Η εμπειρία μου ως σκηνοθέτης με έκανε καλύτερη ηθοποιό. Φορώντας τα σκηνοθετικά παπούτσια κατανόησα την προσπάθεια που καταβάλει ο/η σκηνοθέτης για να επικοινωνήσει στους ηθοποιούς την άποψη που έχει για το ανέβασμα του έργου, την ευθύνη και την αγωνία που έχει για το σύνολο. Έτσι έμαθα να προσαρμόζω τη μέθοδο υποκριτικής που έχω διδαχθεί στις εκάστοτε σκηνοθετικές απαιτήσεις, ώστε να μπορέσω να αποδώσω το ρόλο ακολουθώντας τη σκηνοθετική ματιά. Όσο για την ισορροπία, είναι απολύτως διακριτοί μέσα μου οι ρόλοι του σκηνοθέτη και του ηθοποιού. Όταν λειτουργώ ως ηθοποιός, σέβομαι το σκηνοθετικό όραμα και το υπηρετώ. Βέβαια, όταν έχω κάποια ιδέα ή άποψη, την προτείνω στον/στη σκηνοθέτη, την τελική απόφαση όμως την λαμβάνει εκείνος/εκείνη και εγώ τη σέβομαι.

Μίλησέ μας λίγο για τη σκηνοθετική σου δουλειά στα έργα «Λέγε με Φαίδρα» και «Οι Κροκόδειλοι». Πώς γεννήθηκε η ανάγκη να βγεις και πίσω από τη σκηνή;
Συνέβη κάπως τυχαία. Μου ζητήθηκε από τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας που συμμετείχα τότε (τους «DeΖαβου») να σκηνοθετήσω το πρώτο έργο («Λέγε με Φαίδρα»), στα πλαίσια ενός φεστιβάλ που διοργανώνει η σχολή μας και τρία χρόνια μετά σκηνοθέτησα το δεύτερο έργο («Οι Κροκόδειλοι»), σε πλαίσια αμιγώς επαγγελματικά. Από την πρώτη στιγμή που ασχολήθηκα με τη σκηνοθεσία, γοητεύτηκα από το γεγονός ότι μπορούσα να ζωντανέψω ολόκληρο το έργο και όχι μόνο έναν ρόλο. Στην πραγματικότητα οι ηθοποιοί συχνά σκηνοθετούμε τον εαυτό μας, όμως η δουλειά του σκηνοθέτη είναι πολύπλοκη και δεν εξαντλείται στην καθοδήγηση των ηθοποιών ή στο στήσιμο των σκηνών. Η ενασχόληση με όλους τους χαρακτήρες, με τη μουσική επένδυση, τους φωτισμούς, τα σκηνικά, τα κουστούμια και τόσα άλλα, μου έδωσαν τη χαρά να «χτίσω» το παραμύθι που παρουσίασαν οι ηθοποιοί στο κοινό. Έχω όμως πάντα στο νου μου τα λόγια των δασκάλων μου, ότι «η καλή σκηνοθεσία δεν φαίνεται». Με άλλα λόγια, ότι είναι τόσο εναρμονισμένη με τις λοιπές παραμέτρους, ώστε να μην «καπελώνει» ούτε το κείμενο ούτε τους ηθοποιούς.
Ποια είναι η σκηνή στις «ΕΝΟΧΕΣ» που σε αγγίζει περισσότερο συναισθηματικά και γιατί;
Το έργο είναι γεμάτο από έντονα συναισθηματικές σκηνές, αλλά θα σταθώ σε μία φράση από το δικό μου μονόλογο. «Αυτό κάνει ο πόλεμος όταν τελειώνει, εκτός από πτώματα αφήνει πίσω του και πεινασμένα σώματα». Η φράση αυτή με ανατριχιάζει. Στρέφει την προσοχή στους επιβιώσαντες (και όχι στα θύματα) με τρόπο συγκλονιστικό, αναφέροντας την πείνα, την όποια πείνα. Σωματική, βιολογική, σεξουαλική, ψυχολογική κτλ. Όσοι έχουν επιβιώσει από πόλεμο, από μια τέτοια καταστροφή, κουβαλάνε μέσα τους ένα τραύμα που δεν νομίζω ότι μπορεί ποτέ να επουλωθεί. Και με συγκινεί περισσότερο, λόγω της ιστορικής συγκυρίας και όλων αυτών των πολέμων που ζούμε σήμερα. Πόσοι άνθρωποι σωματικά και ψυχικά ακρωτηριασμένοι θα μείνουν πίσω! Πόσα παιδιά δεν θα κοιμηθούν ποτέ πια, αλλά θα πετάγονται μέσα στον ύπνο τους από τους εφιάλτες! Και πόσες γενιές θα κουβαλούν το τραύμα του θανάτου που είδαν με τα μάτια τους, του μίσους για τον εχθρό, του πολέμου που άλωσε τις ζωές τους!
Τι σημαίνει για εσένα η βράβευση της παράστασης στο δεύτερο Be-Hive Theatre Festival και πώς πιστεύεις ότι μπορεί να λειτουργήσει ως παρακαταθήκη για τις επόμενες δουλειές σου;
Είναι πολύ σημαντικό για εμένα που η παράσταση βραβεύτηκε στο σύνολό της (σκηνοθεσία, ερμηνείες κτλ.). Πιστεύω ότι, αν το θέατρο είναι τέχνη, το έργο τέχνης είναι η παράσταση και αξίζει όταν το θαυμάζεις σαν ένα σύνολο, χωρίς το ένα επιμέρους στοιχείο να «καπελώνει» τα υπόλοιπα. Στις «ΕΝΟΧΕΣ» λοιπόν το κείμενο, η σκηνοθεσία, οι ερμηνείες, έχουν από μόνα τους το καθένα την αξία του, αλλά λειτουργώντας συμπληρωματικά συνθέτουν μια άρτια παράσταση. Και η βράβευση από το δεύτερο Be-Hive Theatre Festival επικύρωσε μέσα μου την πεποίθηση ότι η καλή δουλειά αναγνωρίζεται. Πέρα από αυτό, η συμμετοχή σε μια βραβευμένη παράσταση μου δίνει ατού και αποτελεί μια πρώτης τάξεως διαφήμιση.

Πώς βλέπεις την εξέλιξη της σύγχρονης θεατρικής δημιουργίας στην Ελλάδα και τι ρόλο έχει η φωνή της γυναίκας μέσα σ’ αυτήν;
Στο θεατρικό τοπίο της χώρας επικρατεί πλουραλισμός. Μαζί με τα κεντρικά θέατρα και τις παραγωγές που πλαισιώνονται από γνωστούς πρωταγωνιστές, υπάρχει πλήθος μικρών περιφερειακών σκηνών, στις οποίες μικρές ομάδες, με άγνωστους στο ευρύ κοινό ηθοποιούς, παρουσιάζουν το έργο τους. Μαζί με τα κλασσικά έργα και τη συμβατική σκηνοθετική προσέγγιση, υπάρχουν παραστάσεις πειραματικές, σωματικού θεάτρου, devised κτλ. Αυτός ο πλουραλισμός δεν με ενοχλεί καθόλου, τουναντίον θεωρώ ότι η πολυφωνία λειτουργεί γόνιμα και εμπνέει. Οι νέοι σκηνοθέτες και δημιουργοί είναι απαγκιστρωμένοι πλέον από τον στόμφο και την αυστηρότητα του παρελθόντος, αλλά έχουν ξεπεράσει σε μεγάλο βαθμό και την παλιότερη τακτική που στηριζόταν στην στείρα πρόκληση για την πρόκληση. Συνήθως, μιλώντας για τη γυναικεία δημιουργία, σε όλους τους τομείς, τονίζεται η ευαισθησία. Αλλά δεν θεωρώ την ευαισθησία γυναικείο χαρακτηριστικό και προνόμιο. Η φωνή της γυναίκας όμως, μέσω της φυλετικής εμπλοκής και της ταύτισης, μπορεί να μιλήσει και να φωτίσει πολύ σπουδαία και διαχρονικά ζητήματα. Τη μητρότητα, την «αγιοποίηση» της μάνας, την εργαλειοποίηση του σώματος, το «body shaming», τη διάκριση, την έμφυλη βία, την κακοποίηση.
Τι ονειρεύεσαι για την επόμενή σου σκηνική «στάση» μετά τις «ΕΝΟΧΕΣ»;
Μια συνεργασία το ίδιο εξαιρετική όσο και αυτή που έχουμε τώρα στις «ΕΝΟΧΕΣ», γόνιμη και αρμονική, με εμπνευσμένους συνεργάτες και άψογο κλίμα. Και ένα έργο εξίσου σπουδαίο όσο το τωρινό.
Κώστας Κούλης
0 Comments