Πρόσφατα έβλεπα ένα βίντεο, που αναφερόταν στο «κλασσικό» κριντζάρισμα, ανάμεσα στους σύγχρονους «οπαδούς» του Μέταλ. «Δεν βγαίνουν πια κλασσικοί δίσκοι». Ο κύριος που έκανε το βίντεο, το χειρίστηκε με πολύ ντελικάτο τρόπο και μίλησε για τη διαφορά των εποχών, αλλά και το γεγονός πως κάποιοι από τους δίσκους που έχουν βγει τα τελευταία δεκαπέντε-είκοσι χρόνια, αν έβγαιναν στις αρχές της δεκαετίας του ’80, για παράδειγμα, θα θεωρούνταν ΑΝΕΤΑ κλασσικοί.
Επειδή όλη αυτή η κουβέντα αποτελείται από πολλά υποκειμενικά υπό-τμήματα, θα προτιμήσω να αφήσω τη μουσική να μιλήσει. Ας υποθέσουμε λοιπόν πως βρισκόμαστε κάπου στο 1988, την καλύτερη, από άποψη ποιότητας, εσοδείας και παραγωγικότητας, χρονιά για το Μέταλ. Και ας υποθέσουμε ότι ακούγαμε σε κάποιο δισκάδικο να παίζει το “Guardians”, από το “Firepower” των Judas Priest. Και στο καπάκι το “Rising From Ruins”. Τι θα σκεφτόσασταν; Ποια θα ήταν η σκέψη που θα έσκαγε πρώτη; Όρε, μάγκα μου; Πω-ρε, δικέ μου; Μεγάλε, ΝΣΓ;
Μην το κάνουμε θέμα… Μάλλον… Να το κάνουμε θέμα! Γιατί τα δύο συγκεκριμένα μουσικά θέματα, τα οποία παρουσιάζουμε σαν ένα – και πολύ καλά κάνουμε, αφού έτσι, σαν ένα, τα θεωρεί πολύς κόσμος – θα μπορούσαν να βρίσκονται ανάμεσα στις μουσικές εποποιΐες εκείνης της χρονιάς, όπως και κάθε χρονιάς.
Ξεκίνημα με το “Guardians”. Πιάνο και μόνο πιάνο, εμφάνιση και ανάπτυξη ενός πανέμορφου θέματος. Μεγαλειώδες, μεγαλόπνοο, έτοιμο να προκαλέσει τους δακρυγόνους. Επικό, μπαρόκ, κινηματογραφικό, λυρικό. Από δίπλα έρχονται πλήκτρα, κιθάρες και ανάλογα ανθίζοντα θέματα. Η ένταση συνεχώς ανεβαίνει, τα timpani προσδίδουν κάτι συμφωνικό και το κρεσέντο τυμπάνων, μαζί με το διπλό φλαμ στο ταμπούρο, ανοίγουν την πόρτα για το “Rising From Ruins”.
ΕΠΟΣ! Έτσι όπως σκάνε οι κιθάρες, έτσι όπως καθορίζεται το ρυθμικό του καλπασμού, έτσι όπως επεκτείνεται θεματολογικά το βασικό riff… Και μετά όλο αυτό σπάει. Αδειάζει. Mid tempo μαγεία και η φωνή του Metal God.
«Πνιγμένοι από χρονιές που αρνηθήκαμε τους εαυτούς μας, χαμένοι στο χάος πριν τη θύελλα… Η δύναμή μας είναι ακόμα εδώ, ετοιμαζόμαστε για μάχη μέχρι θανάτου…»
Ο ίδιος ο Halford είχε πει για το συγκεκριμένο τραγούδι πως «Μιλά γι’ αυτό που είναι η ζωή γενικά. Κάτι που νομίζω πως ‘τρέχει’ μέσα στη ραχοκοκαλιά της Heavy Metal κοινότητας».

Γραμμένο από τον Glenn Tipton, τον Richie Faulkner και τον ίδιο τον Halford, το power-duo αυτό αποτελεί το σήμα κατατεθέν του “Firepower”, δείχνει τη μεγαλοσύνη των Priest και στέκεται υπερήφανα ανάμεσα στα καλύτερα τραγούδια που έχουν γράψει ποτέ! Δεν θυμάμαι τον εαυτό να έχει πορωθεί τόσο πολύ με τραγούδι των JP – πέρα από το σοκ του “Painkiller” και των ομόσταυλών του. Το ακούω πολύ συχνά και συγκινούμαι ακόμα περισσότερο. Το θεόρατο συγκρότημα το έχει συμπεριλάβει στο setlist του και είμαι ευτυχής που το άκουσα και ζωντανά.
Η παραγωγή ανήκει στον Tom Allom, o οποίος επιστρέφει στην κονσόλα μετά από τριάντα ολόκληρα χρόνια – ρίξτε μια ματιά στο εκπληκτικό βιβλίο “Confess”, άλλως την αυτοβιογραφία του Rob Halford, υπάρχουν αναφορές αρκετές στον εν λόγω παραγωγό – και στον μαγικό Andy Sneap, o οποίος σπάει το ρόδι στη συνεργασία του με τους Priest. Και η παραγωγή είναι τεράστια. Είναι ογδονταήλα σε όλη της την έκφανση. Και απτή απόδειξη ότι η μεγαλοσύνη αυτής της ΦΟΝΙΚΗΣ μπάντας πέρασε το κατώφλι των πενήντα ετών και δεν γύρισε ούτε για μια στιγμή, για να κοιτάξει πίσω.
Στεκόμαστε σαν ένας, δεν σταματάμε, φέρνουμε το φως μέσα από τη νύχτα… Ανασταινόμαστε μέσα από τα ερείπια…
Κώστας Κούλης
0 Comments