Ο Κώστας και η Ελένη… η μικρή του αδελφούλα. Μία πορσελάνινη κούκλα, που έφυγε για το φως. Και η ζωή του Κώστα άλλαξε με μιας. Η μητέρα μάζευε όλο το σόι, ανήμερα Κωνσταντίνου και Ελένης, μόνο και μόνο για να το παρατάξει γύρω από ένα γεμάτο τραπέζι, στο οποίο κανείς δεν τολμούσε να φάει μία μπουκιά. Στο οποίο κανείς δεν τολμούσε να πιει μια γουλιά. Ο Κώστας έβλεπε, παρακολουθούσε, μάθαινε. Και όταν μεγάλωσε αρκετά, άπλωσε τις κούκλες στα μανταλάκια. Κυριολεκτικά.
Ο συγκεκριμένος μονόλογος αποτελεί κατ’ ουσίαν την εξιστόρηση μίας ζωής χωρίς μέλλον. To κείμενο της κυρίας Αναστασίας Κουρή αποτελεί λογοτεχνική κλωτσιά στα στομάχια των «εφησυχασμένων». Ο άνθρωπος που ανεβαίνει, γνωρίζοντας πως στο τέλος της ανηφοριάς υπάρχουν μόνο γκρεμνοί. Ο Κώστας απασχολήθηκε για ένα διάστημα σε σφαγεία, σαν μεταφορέας. Δεν «δραστηριοποιήθηκε» στη μάχη. Απλά έβλεπε, παρακολουθούσε, μάθαινε. Και φεύγοντας από τα σφαγεία, «δανείστηκε» ένα μαχαίρι.
Ο κύριος Δημήτρης Αϊβαλιώτης υποδύεται τον Κώστα. Τολμά να πει κανείς πως φλερτάρει με τον αυτισμό, την υπέρ-ενέργεια, την εμμονική συμπεριφορά και ίσως… ίσως και αυτή ακόμα, την τρέλα. Λαμπρός νους, που στροφάρει κατά περίπτωση όμως, φιμωμένη προσωπικότητα και «υπόλοιπα» κακομεταχείρισης από μητέρα και νονά. Ιδίως από τη δεύτερη, που έκανε καριέρα σαν χαρτορίχτρα και είχε και κορμάρα, παρά την ηλικία της… Ο Κώστας θέλει να βγει από τη ντουλάπα. Θέλει όμως να το κάνει επειδή το προστάζει η καρδιά του.

Ο κύριος Αϊβαλιώτης ξεδιπλώνει τον μονόλογο σαν να πρόκειται για την ιστορία της ζωής του. Το βλέμμα του φοβίζει. Νιώθουμε πως πρόκειται για έναν άνθρωπο που ταλαιπωρείται και απλά θέλει να αγαπηθεί, είμαι βέβαιος όμως ότι πολύ λίγοι θα τολμούσαν μείνουν μόνοι τους μαζί του. Ίσως να φταίει το γέλιο του, που ακούγεται περισσότερο σαν κλάμα. Ίσως να φταίει και αυτή η ατάκα του. «Είμαι βουρκόλακας εγώ». Διψάει για αίμα ο Κώστας. Απονείμει δικαιοσύνη, αλλά ο νόμος λέει ότι δεν μπορούμε να τον πάρουμε στα χέρια μας. Σιχαίνεται το κακό, αλλά το καλό ορίζει πως ακόμα και για το κακό υπάρχουν κανόνες και κώδικες χειρισμού.
Η κυρία Βάσια Βασιλείου σκηνοθετεί με τρόπο που αναδεικνύει ακόμα περισσότερο την κλειστοφοβία του έργου και του χαρακτήρα. Ένα πανί, οι κατάλληλοι φωτισμοί και μία κούκλα ακέφαλη, ορίζουν τις βασικές γραμμές του σκηνικού. Συχνά πυκνά τις ατάκες συντροφεύουν διάφοροι θριλερικοί ήχοι, οι οποίοι τονίζουν τη σκοτεινή πλευρά του χαρακτήρα, την τρέλα που ελλοχεύει πίσω από το χαμόγελο. Τον συμπαθούσε τον παπά… Μέχρι που τον έπιασε στα πράσα να διακορεύει ένα προσφυγόπουλο, μέσα στην εκκλησία. Βογκούσε ο παπάς. Και ο Κώστας δεν κρατήθηκε. Η κυρία Βασιλείου τοποθετεί έναν αντί-ήρωα στο κοστούμι ενός υπέρ-ήρωα. Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι όλο αυτό θα πάει κατά διαόλου, γιατί ο βασικός πρωταγωνιστής αμφιταλαντεύεται. Δεν είναι μόνο το καλό και το κακό. Είναι και ο ίδιος του ο χαρακτήρας. Αυτά που θέλει, που επιθυμεί και δεν μπορεί να έχει. Και ο τρόπος που «αυτοπροτείνεται» για την απόκτησή τους.

Ο πρωταγωνιστής υποκλίνεται. Το κοινό δαγκώνεται. Να χειροκροτήσουμε ή όχι; Είναι μέρος του κειμένου όλο αυτό; Φεύγει από τη σκηνή. Επανέρχεται. Το κοινό ξεσπά σε χειροκρότημα. Τον «αναγκάζει» να φύγει και να ξαναγυρίσει. Στα χέρια του κρατά μία κούκλα. Οι δεσμοί με το κείμενο και μία παρουσία που θα συζητηθεί. Διψά ο Κώστας. Διψά και ο κόσμος για τέτοιες παραστάσεις.
Κώστας Κούλης
Μία παράσταση στη σκιά του προεδρικού διατάγματος 85/2022 (ΦΕΚ 232/Α/17-12-2022), με το οποίο τα πτυχία καλλιτεχνικών σπουδών εξισώνονται με απολυτήριο λυκείου. Θα θέλαμε πολύ να μάθουμε το όνομα εκείνου που σκέφτηκε και έπεισε και τους άλλους να γίνει κάτι τέτοιο. Θα επανέλθουμε.
0 Comments