Αφορμή η συναυλία τους στην Αθήνα, την Παρασκευή 22 Νοεμβρίου στο An Club. Συνοδοιπόρος ο Γιάννης Νέγρης σε αυτή την συνέντευξη. Τον ευχαριστούμε θερμά για την πολύτιμη βοήθειά του και τον συντονισμό του, ώστε να μιλήσουμε με τον δυναμικό κιθαρίστα Nick Polak που απάντησε στις ερωτήσεις σχετικά με την ιστορία της μπάντας, την έμπνευση, το νέο άλμπουμ, τον τρόπο που δημιουργούν μουσική και πολλά άλλα. Είμαστε ενθουσιασμένοι για την πρώτη τους εμφάνιση στη χώρα μας και είμαστε σίγουροι ότι είστε και εσείς.
Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με τους Dool, πώς θα περιγράφατε τον ήχο και τη μουσική σας φιλοσοφία;
Γενικά, θα περιέγραφα τους Dool ως μια δυναμική, πολυεπίπεδη και εκλεκτική μορφή σκοτεινής ροκ μουσικής, αποτελούμενη από τραγούδια με αρχή και τέλος – σε αντίθεση με «jam» ή ηχητικά τοπία. Υπάρχουν ελκυστικά hooks στα τραγούδια μας, αλλά είμαι επίσης πεπεισμένος ότι μπορείτε να ακούσετε τα άλμπουμ μας πολλές φορές και να ανακαλύψετε κάτι νέο. Όσον αφορά τη σύνθεση μουσικής, προσπαθούμε να μην επιβάλλουμε περιορισμούς στον εαυτό μας και δεν έχει συμβεί ποτέ να συζητήσουμε ότι πρέπει να παραμείνουμε εντός ενός συγκεκριμένου είδους ή να εργαστούμε εντός ορισμένων συμβάσεων. Έχουμε μια σειρά επιρροών που καταλήγουν σε ένα χωνευτήρι και αυτό με κάποιο τρόπο γίνεται ο ήχος μας.
Πώς σχηματίστηκαν οι Dool; Μπορείτε να μιλήσετε για τις ρίζες της μπάντας και πώς βρήκατε ο ένας τον άλλο;
Αν και είχαμε αρκετές αλλαγές στη σύνθεση, με εμένα και το Raven να είμαστε τα μόνα αυθεντικά μέλη σε αυτό το σημείο, η μπάντα αρχικά προήλθε κυρίως από το σόλο πρότζεκτ του Raven, το ‘Elle Bandita’. Ωστόσο, σε κάποιο σημείο αυτό εξελίχθηκε περισσότερο σε μπάντα και νομίζω ότι η Raven ήθελε να έχει περισσότερο από μια δυναμική μπάντας. Αυτό που ήταν το Elle Bandita συνέχισε ως Dool, αλλά χωρίς τον πληκτρά και με εμένα ως τρίτο κιθαρίστα. Δέκα χρόνια αργότερα έχουμε νέο ντράμερ, τον Vincent Kreyder, έχουμε τον Jb van der Wal στο μπάσο και από το “Summerland” έχουμε τον Omar ως τρίτο κιθαρίστα, ο οποίος είναι ακόμη καλύτερος συνθέτης. Σε αυτό το σημείο νομίζω ότι γνωριζόμαστε αρκετά καλά και ξέρουμε τι μπορούμε να περιμένουμε ο ένας από τον άλλο. Αυτό ισχύει προσωπικά αλλά και μουσικά. Είμαι πραγματικά χαρούμενος που μπορώ να κάνω αυτό με ανθρώπους που μπορώ να αποκαλώ καλούς φίλους.
Πως «γεννήθηκε» το όνομα “Dool”; Έχει κάποια ειδική σημασία ή ιστορία;
Το Dool είναι μια ολλανδική λέξη – προφέρεται όπως το ‘Ghoul’, όχι όπως το ‘Tool’ – που είναι η επιτακτική μορφή του «περιπλανώμαι». Η λέξη είναι παρμένη από μια πρόταση του Tolkien, ο οποίος έγραψε ότι “δεν είναι όλοι αυτοί που περιπλανώνται χαμένοι”. Εμείς, ως άτομα εντός αυτής της μπάντας, και όχι διαφορετικά από τους περισσότερους ανθρώπους γενικά, νιώθουμε ότι πάντα ψάχνουμε, δοκιμάζοντας νέα πράγματα και ποτέ δεν είμαστε ορισμένοι ή σε τελική κατάσταση. Αυτό ισχύει και στη μουσική μας, στην οποία πάντα πειραματιζόμαστε και δοκιμάζουμε νέα πράγματα. Υπάρχει επίσης μια παράλληλη θεματολογία με το νέο άλμπουμ, που αφορά επίσης την προσωρινότητα του κόσμου γύρω μας, την ταυτότητά μας μέσα σε έναν τόσο ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο και κοινωνία και πώς παραμένουμε πιστοί στον εαυτό μας μέσα σε αυτό το τοπίο.
Ποιες είναι οι προκλήσεις ή οι ανταμοιβές όταν δημιουργείται μουσική που συνδυάζει στοιχεία ροκ, post-punk και μέταλ;
Όπως ανέφερα, ποτέ δεν προσπαθήσαμε να παραμείνουμε σε ένα συγκεκριμένο είδος και νομίζω ότι υπάρχουν πιθανώς ακόμη περισσότερα από όσα αναφέρατε. Μερικές φορές παίρνω τις πιο παράξενες και αποκλίνουσες συγκρίσεις από φίλους, κριτικούς και θαυμαστές. Νομίζω ότι επειδή δεν περιορίζουμε τον εαυτό μας για να παραμείνουμε σε ένα όριο, το κρατάμε ενδιαφέρον για εμάς επίσης. Οι ιδέες προκύπτουν οργανικά για εμάς και μερικές φορές ένα riff ή μια ιδέα ενός τραγουδιού απλά φαίνεται σωστή· ότι θα λειτουργούσε για τους Dool. Αυτό ισχύει επίσης όταν μια ιδέα φαίνεται πολύ διαφορετική από οτιδήποτε έχουμε κάνει πριν.
Ως μπάντα, τι ελπίζετε ότι αποκομίζουν οι ακροατές από τη μουσική σας;
Δεν νομίζω ότι τα τραγούδια μας είναι γενικά «εύκολα» με την πρώτη ακρόαση, τουλάχιστον όχι για όλους, αλλά νομίζω ότι θα ανταμείψουν ακόμη περισσότερο μετά από μερικές ακροάσεις, γιατί υπάρχει αρκετό υλικό για ανακάλυψη. Όταν γράφουμε κάτι, φυσικά το δοκιμάζουμε πάντα πρώτα στον εαυτό μας. Είναι αυτό κάτι που θα ακούγαμε κι εμείς; Ο στόχος είναι πάντα να κάνουμε κάτι που είμαστε πραγματικά πεπεισμένοι για αυτό, που θα απολαμβάναμε και εμείς αν δεν ήμασταν σε αυτή τη μπάντα. Με αυτήν την έννοια, δεν σκεφτόμαστε πραγματικά πώς μπορεί να το αντιληφθούν οι άλλοι όταν δημιουργούμε.
Πώς είναι η διαδικασία σύνθεσης για τους Dool; Γράφετε ως ομάδα ή υπάρχει ένας κύριος συνθέτης;
Αυτό άλλαξε αρκετά με αυτό το άλμπουμ. Η φωνή της μπάντας μας, το Raven, συνήθιζε να γράφει περίπου το 90% των τραγουδιών, τα οποία στη συνέχεια ‘ζωντάνευαν στον χώρο πρόβας καθώς οι μουσικές προσωπικότητες όλων αναμειγνύονταν σε αυτό. Όταν χτύπησε η πανδημία, λίγο πριν κυκλοφορήσουμε το δεύτερο άλμπουμ μας “Summerland”, το Raven έγινε κάπως δημιουργικά καταθλιπτικό, χωρίς να πιάσει την κιθάρα της για σχεδόν δύο χρόνια. Ο Omar και εγώ από την άλλη είχαμε πολλές ιδέες, αλλά στο τέλος πάντα τις ολοκληρώναμε μαζί με το Raven. Για παράδειγμα, το ομότιτλο κομμάτι γράφτηκε και από τους τρεις μαζί. Άλλα τραγούδια σε αυτό το άλμπουμ είναι είτε γραμμένα από τον Omar και τo Raven μαζί, είτε από εμένα και το Raven μαζί. Το Raven γράφει ακόμα στίχους για όλα τα τραγούδια όμως.
Έχετε κάποιες ιδιαίτερες τελετές ή ρουτίνες πριν ξεκινήσετε να εργάζεστε σε νέα μουσική;
Για μένα, οι ιδέες τραγουδιών συνήθως προκύπτουν στις πιο απρόσμενες στιγμές, παίρνοντας μια κιθάρα ενδιάμεσα σε κάτι τελείως διαφορετικό και συχνά αρκετά καθημερινό. Για παράδειγμα, η μελωδία για το “Evil in You” ήρθε ξαφνικά στο μυαλό μου ενώ διάβαζα ένα βιβλίο. Από την άλλη, για το “Hand of Creation”, το Raven και εγώ απλά συναντηθήκαμε και αρχίσαμε να γράφουμε, μόνο με μια ιδέα για το ρυθμό του ντραμ. Πιστεύω ότι πρέπει να βρεις τους τρόπους να είσαι ανοιχτός στη δημιουργικότητα, οπότε, αν και δεν υπάρχουν πραγματικές τελετές πριν γράψουμε μουσική, ο τρόπος που ζούμε τη ζωή μας και η διάθεσή μας σε μια συγκεκριμένη στιγμή επηρεάζει φυσικά τόσο το τι προκύπτει όσο και τους περιορισμούς στην δημιουργικότητά σας. Για μένα, για παράδειγμα, ο διαλογισμός βοηθά. Δεν είμαι κάποιος που μπορεί να γράψει καλή μουσική όταν αισθάνεται καταθλιπτικός ή ανασφαλής.
Όταν δημιουργείτε ή ηχογραφείτε ένα άλμπουμ, θα λέγατε ότι η αίσθηση είναι η ίδια με το να παίζετε ζωντανά;
Καθόλου. Όταν ηχογραφούμε ένα άλμπουμ, εστιάζουμε σε κάθε ιδέα και κομμάτι και στο πώς παίζεται. Αν και προσπαθήσαμε να δώσουμε στο “The Shape of Fluidity” μια πιο ζωντανή αίσθηση σε σχέση με το προηγούμενο άλμπουμ, πάντα πρέπει να αποφασίσουμε ποια μέρη θα παίξουμε ζωντανά και ποια θα αφήσουμε έξω. Επειδή συμβαίνουν τόσα πολλά εκεί, μερικές φορές πρέπει να μείνουμε στα ουσιώδη. Επίσης, θα έλεγα ότι είναι μια τελείως διαφορετική εμπειρία. Στο στούντιο βιώνεις ένα τραγούδι να ‘ζωντανεύει’ πραγματικά, ενώ σε μια ζωντανή εμφάνιση πρέπει να δημιουργήσεις μια συγκεκριμένη ενέργεια μαζί με το κοινό. Αυτό δεν είναι πραγματικά μια συγκρίσιμη κατάσταση με την έννοια αυτή.
Πώς ισορροπείτε το σκοτάδι και το φως στη μουσική σας, τόσο ηχητικά όσο και θεματικά;
Πολύ οργανικά, νομίζω. Όπως είπα, οι ιδέες συνήθως προκύπτουν και στο τέλος, όταν κοιτάμε πίσω σε αυτό που δημιουργήσαμε, φαίνεται πάντα να υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ αυτών των πραγμάτων. Νομίζω ότι δεν υπάρχει μόνο ένας τρόπος να «διαβάσεις» ή να αντιληφθείς την μουσική μας, νομίζω ότι σίγουρα υπάρχουν silver linings που μπορούν να βρεθούν στη μουσική μας. Προσωπικά, απολαμβάνω στο μεγαλύτερο του μέρος την τέχνη που εσείς αποκαλείται «σκοτεινή», αλλά παραδόξως πάντα υπάρχει και φως να βρεθεί μέσα σε αυτό. Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει επειδή όταν αγκαλιάζουμε πράγματα που συχνά προτιμούμε να αρνηθούμε, όπως η προσωρινή φύση των πραγμάτων, ο θάνατος και τα παρόμοια, υπάρχει επίσης ομορφιά που μπορεί να βρεθεί. Η τέχνη είναι ένα εξαιρετικό μέσο για να το κάνουμε αυτό.
Ποια είναι η πιο αξέχαστη ζωντανή εμφάνιση που έχετε κάνει ως μπάντα;
Δεν ξέρω από πού να αρχίσω, γιατί έχουν υπάρξει τόσες πολλές. Φυσικά, η δυνατότητα να κυκλοφορήσουμε το τελευταίο μας άλμπουμ στο Roadburn festival στην Ολλανδία ήταν ένα από τα πιο εκπληκτικά μέρη για να κυκλοφορήσουμε το άλμπουμ μας, επίσης λόγω της ιστορίας και του δεσμού που έχουμε με αυτό το φεστιβάλ. Είχαμε πολλές φανταστικές εμφανίσεις από τότε, όπως μια πρόσφατη εμφάνιση στο Prophecy festival στη Γερμανία, που ήταν στην πραγματικότητα σε μια σπηλιά. Ανυπομονούμε πάρα πολύ για την πρώτη μας εμφάνιση στην Αθήνα φυσικά τον Νοέμβριο!
Η περιοδεία μπορεί να είναι εξαντλητική. Πώς παραμένετε δημιουργικά και συναισθηματικά ισορροπημένοι κατά τη διάρκεια ενός tour;
Είναι δύσκολο κάποιες φορές, αλλά και διασκεδαστικό να βρίσκεσαι περιοδεία με τους Dool στο παρελθόν κυρίως επειδή τα πηγαίναμε πολύ καλά μεταξύ μας. Όταν κάποιος αισθάνεται λίγο «εκτός», υπάρχει πάντα κάποιος στην μπάντα που θα προσπαθήσει να τον ανεβάσει. Έτσι, πιστεύω ότι προσπαθούμε να φροντίσουμε ο ένας τον άλλο, πολύ καλύτερα από ό,τι στο παρελθόν. Αυτό που μου λείπει περισσότερο κατά την περιοδεία είναι ο προσωπικός χρόνος, τον οποίο χρειάζομαι καθημερινά. Μερικές φορές βοηθά να κλείσω τα ακουστικά και να ακούσω καλή μουσική. Επίσης, προσπαθώ να διατηρώ τη φυσική μου κατάσταση, κάποιες φορές ίσως να τρέξω ή να κάνω κάποια σπορ, και όπου είναι δυνατόν να συνεχίσω τον διαλογισμό – αν και αυτό μπορεί να είναι δύσκολο αν δεν υπάρχει φυσικός χώρος γιατί υπάρχει πολύς θόρυβος γύρω.
Πού βλέπετε την μπάντα να κατευθύνεται δημιουργικά τα επόμενα χρόνια; Υπάρχουν συγκεκριμένες κατευθύνσεις που θα θέλατε να εξερευνήσετε;
Αυτή τη στιγμή κυρίως απολαμβάνουμε τα οφέλη του τελευταίου μας άλμπουμ, οπότε αυτό σημαίνει ότι περιοδεύουμε εκτενώς. Την επόμενη εβδομάδα θα ξεκινήσουμε μια ευρωπαϊκή περιοδεία σχεδόν 4 εβδομάδων με τους Hangman’s Chair και μετά θα έχουμε μερικές εμφανίσεις σε νέες πόλεις, με την Αθήνα να είναι μία από αυτές. Αρχίζουμε επίσης σιγά σιγά να γράφουμε μουσική ξανά, οπότε είμαι περίεργος να δω πού θα κατευθυνθεί αυτό. Υπάρχει πάντα κάποια πίεση για ένα επόμενο άλμπουμ, ειδικά αν το τελευταίο έχει γίνει αποδεκτό με τόσο θετικά σχόλια. Νομίζω ότι όποια κατεύθυνση κι αν πάρουμε, σίγουρα θα ακούγεται ακόμα σαν Dool, αλλά είμαστε πάντα ανοιχτοί στο να δοκιμάσουμε νέα πράγματα, οπότε θα είναι σίγουρα κάτι νέο. Αυτό συμβαίνει αρκετά αυτόματα καθώς εξελίσσονται οι ιδέες. Τι ακριβώς θα περιλαμβάνει αυτό είναι δύσκολο να πω σε αυτό το σημείο, αλλά ανυπομονώ να δω τι έχει να φέρει το μέλλον.
Μαίρη Ζαρακοβίτη
For those unfamiliar with Dool, how would you describe your sound and musical philosophy?
Broadly speaking, I would describe Dool as a dynamic, layered and eclectic form of dark rock music, but consisting of songs with a head and tail – as opposed to ‘jams’ or soundscapes. There are catchy hooks in our songs, but I’m also convinced that you can listen to our albums for a significant number of times and still discover something new in there. As for writing music, we try to not put any restrictions on ourselves and it has never been the case that we discussed that we should stay within a certain genre or work within certain conventions. We have a range of influences that ends up in a melting pot and that somehow becomes our sound.
How did Dool come together? Can you talk about the origins of the band and how you found each other?
Although we had a number of line-up changes, with me and Raven being the only original members at this point, the band at first instance mainly emerged out of Raven their solo project ‘Elle Bandita’. This became more of a band at a certain point, however, and I think Raven also aimed for having more of a band dynamic. What used to be Elle Bandita thus continued as Dool, but minus the keyboardist and with me added as a third guitar player. Fast forward ten years later we have a new drummer in Vincent Kreyder, we have Jb van der Wal on bass and since Summerland we have Omar as a third guitar player, who is an even better songwriter. At this point I think we know each other quite well and know what we can expect of each other. That is the case personally as well as musically. I’m genuinely glad I can do this with people I can call good friends also.
What inspired the name “Dool”? Does it have a special meaning or backstory?
Dool is a Dutch word – pronounced as in ‘Ghoul’, not as in ‘Tool’ – which is the imperative of ‘wandering’. The word is influenced by a sentence by Tolkien, who wrote that “not all those who wander are lost”. We, as individuals within this band, and not unlike most individuals in general, feel that we are always searching, trying out new things, and never definite or in a final state. That is also the case in our music, in which we’re always experimenting and trying out new things. There is also a parallel to the thematic of the new album, which is also about the impermanent state of the world around us, our identity within such a fast-changing world and society, and how we stay true to ourselves within such a landscape.
What are some of the challenges or rewards of making music that blends rock, post-punk, and metal elements?
Like I mentioned, we never really set out to stay within a certain genre per se and I think there’s probably even more in there than what you just mentioned. I sometimes get the weirdest and divergent comparisons from friends, critics, and fans. I think because we don’t limit ourselves discursively to stay within one boundary, we keep it exciting for ourselves too. Ideas emerge organically for us and sometimes an emerging riff or song idea just feels right; that it would work for Dool. That is also the case when an idea feels quite different than anything that we have done before.
As a band, what do you hope listeners take away from your music?
I don’t think our songs are generally ‘ear worms’ on first listen, at least not for everyone, but I think it will reward itself even more after a couple of listens, because there is quite a lot to discover. When we write something, we of course always test it on ourselves first: is this something we would listen to ourselves as well? The goal is always to make something that we’re really convinced of, that we would enjoy too if we would not be in this band. In that sense we’re not really thinking about how others might perceive it when we create per se.
What is the songwriting process like for Dool? Do you write as a group, or is there one primary songwriter?
That changed quite a bit with this album. Our singer, Raven, used to write about 90% of the song frameworks, which would then come ‘alive’ in the rehearsal space as everyone’s musical personalities would get mixed up in that. When the Covid-19 pandemic hit, just before we released our second album ‘Summerland’, Raven became a bit creatively depressed though, not touching their guitar for almost two years. Omar and I on the other hand had a lot of ideas, but which we would in the end always finish together with Raven. The title track for instance, we wrote all three together. Other songs on this album are either written by Omar and Raven together, or by me and Raven together. Raven is still the lyricist for all the songs though.
Do you have any particular rituals or routines before you begin working on new music?
For me, song ideas usually emerge on the most unexpected moment, picking up a guitar in between doing something completely different and often even quite mundane. The melody for ‘Evil in You’ for instance, just came up in my head suddenly when I was reading a book. On the other hand, for ‘Hand of Creation’ Raven and I just met up and started writing, with only an idea for the drum beat. I do feel that you have to find ways to being open to creativity though, so even though there are no real rituals before writing music, how you live your life and in what mindset you are at a certain moment in time of course influences you in both what comes out, or in what constraints you in your creativity. For me for instance, doing meditation helps. I’m not someone that can write good music when I’m feeling depressed or uninspired.
When you create or record an album, would you say that the feeling is the same as when you play live?
Not at all. When you’re recording an album, you’re putting a magnifying glass on every idea and part and how it is played. Even though we tried to give “The Shape of Fluidity” a bit more of a live feel than the previous album, we always have to decide which parts we are going to play live and which ones to leave out. Because there is so much going on in there we sometimes have to stick to the essentials. Also, I would say that it is a completely different experience; in the studio you experience a song really coming ‘alive’, whereas in a live setting you have to create a certain energy together with the crowd. That is not really a comparable situation in the sense.
How do you balance darkness and light in your music, both sonically and thematically?
Quite organically, I think. Like I said, ideas usually just emerge and, in the end, when we look back on what we created, there always seems to be a balance between these things. I think that there is no one way to ‘read’ or perceive our music, though, but I think there are definitely silver linings to be found in our music. Personally, I for the overwhelming largest part enjoy art that you could call ‘dark’, but paradoxically there is always also light to be found in that. I think that’s because when embracing things that we would often rather deny, like the impermanent nature of things, death, and so forth, there is also beauty to be found. Art is a great vessel to do that.
What’s the most memorable live performance you’ve had as a band?
I wouldn’t know where to begin, because there have been so many. Of course, being able to release our last album at Roadburn festival in The Netherlands has been one of the coolest places imaginably to release our album, also because the history and bond we have with that festival. We had many fantastic ones since though, like a recent show we played on the Prophecy festival in Germany, which was actually in a cave. That being said, we are more than looking forward to our first show in Athens of course in November!
Touring can be grueling. How do you stay creatively and emotionally balanced while on the road?
It can be hard at times indeed, but I’ve also had a lot of fun on tour with Dool in the past, mainly because we get along so well. Whenever someone feels a bit ‘out of it’, there’s always someone in the band who will try to cheer that other person up. So, I do think we try to take care of each other, a lot better than in the past even. What I do miss most during tour though is having time on my own, which I do need my daily fix of. Sometimes it helps to just close off with headphones and listen to some good music. Also, I do try to stay in shape a bit, sometimes maybe go for a run or do some sports, and where possible try to keep up with meditation – although that can be hard if there is no physical space for that and a lot of noise around.
Where do you see the band heading creatively in the next few years? Are there any specific directions you’d like to explore?
At the moment we are mostly reaping the benefits of our last album, so that means touring extensively. Next week we’re heading out on a European tour for almost 4 weeks with Hangman’s Chair and after that we will have some shows in new places, Athens being one of them. We’re also slowly starting to write music again, so I’m curious where that will be headed. There’s always some pressure for a next album, especially if the last one has been met with such positive feedback. I think that whatever the direction will be, it will definitely still undoubtedly sound like Dool, but we are intrinsically always open to trying new things so it will definitely be something new. That happens quite automatically as ideas evolve. What that will exactly entail is hard to say at this point but I’m looking forward to what the future has to bring.
Mary Zarakoviti
0 Comments