Θυμάσαι την πρώτη συναυλία σου; Έχουν περάσει πολλά χρόνια, ε;
Δεν έχεις πάει ακόμα σε συναυλία; Δεν τρέχει μία, χρόνο έχεις, το μόνο που χρειάζεται είναι να πεις ναι… Χρειάζεται μόνο να το αποφασίσεις. Δεν υπάρχει βία…
«Πόσα χρόνια έχουνε περάσει; Δέκα; Και πάντα, αυτή η ίδια σχέση»… Η Χάρις Αλεξίου έβαλε τη μαγεία της σε μελωδία του Νίκου Αντύπα – ο οποίος δεν έφυγε ποτέ – και σε στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου, με τρόπο που φλερτάρει με το δάκρυ μας και μάλιστα έντονα. «Ίδια είναι η χαρά, όπως μια φορά»…
Θυμάσαι την πρώτη συναυλία σου; Μόλις έμαθες πως ένας από τους αγαπημένους καλλιτέχνες, ένα από τα αγαπημένα σου συγκροτήματα έφτασε στην περιοχή σου. Ναι, δυο ώρες με τη συγκοινωνία θέλεις για να πας στο «βένιου», αλλά τι σημαίνει αυτό; Δεν θα πας και στην Τρίπολη, ούτε στο Πολυστάφυλλο Πρεβέζης. Διάβαζες για αυτές, για τις επερχόμενες συναυλίες στα περιοδικά, ρούφαγες τις κασέτες και τους δίσκους, τραγούδαγες μαζί με το κασετόφωνο, έπρηζες τους φίλους σου, μιλούσες μόνο γι’ αυτό… Και όταν ήλθαν κοντά σου…
Το σκέφτηκες, το ξανασκέφτηκες… Τα είχες τα λεφτά, έφτανε το χαρτζιλίκι που μάζευες για να πάρεις δίσκους. Δεν φτάνανε τα φράγκα, θα ζητούσες από τους γονείς. Θα σ’ αφήνανε οι γονείς; «Συναυλία; Τι συναυλία; Τι, με τους μαλλιάδες, με τους γιεγιέδες»; Βλέπεις, για μερικούς που δεν ξέρουν, οι λέξεις δεν έχουν νόημα, φτάνει να ακούγονται, φτάνει να φαίνονται «μεγάλες»… Κι εσύ να χρησιμοποιείς τα γνώριμα επιχειρήματα. «Έλα, μωρέεεεεεε… Αφού θα είναι και ο Παναγιώτης και ο Χρήστος. Και μπορεί να ‘ρθει και ο Αντώνης. Θα είμαστε πολλά παιδιά, δεν θα πάθω τίποτα. Δεν είμαι πιτσιρίκι πια». Κάποια στιγμή το «επιχείρημα» έπιασε, είναι βλέπεις που όντως γνωρίζουν τους φίλους σου. Και σ’ άφησαν. Το εισιτήριο το είχες ήδη αγοράσει βέβαια. Μετά τον απίστευτο ενθουσιασμό που το κρατούσες στα χέρια σου, άρχισες να ψιλό-φοβάσαι… Κι αν δεν σ’ άφηναν; Πω-πω, βλακεία! Και πώς θα γίνει τώρα; Άραγε επιστρέφεται; Ναι, σιγά μην επιστρέφεται…
Και σ’ άφησαν που λες. Και στη στάση του λεωφορείου δεν σταματούσες να μιλάς. Όχι μόνο για τη συναυλία, για ένα σωρό πράγματα. Άλλα συγκροτήματα, άλλες μουσικές… Και κοντραριζόσουν με την παρέα. Ποιος ξέρει περισσότερα; Ποιος μπορεί να πει απ’ έξω τη δισκογραφία των τάδε; Ποιος μπορεί να θυμηθεί πού έπαιξαν τους τελευταίους μήνες; Ποιος έχει διαβάσει περισσότερες φορές εκείνο το άρθρο; «Σταμάτα, ρε, μας φλόμωσες! Πρέπει να αλλάξουμε λεωφορείο». Όπα, όπα, το εισιτήριο το πήρες; Κοιτάς και ξανακοιτάς και βεβαιώνεσαι και μετά από λίγο πάλι τα ίδια… Και πάλι…
Κάποια στιγμή φτάσατε κοντά. Τώρα με τα πόδια, μάγκες… Ρε, συ, αυτός εκεί, που περπατά μπροστά μας, δεν δουλεύει στο «Δισκάδικο της Αθηνάς»; Και φοράει και μπλουζάκι του συγκροτήματος. «Προς τα κει πηγαίνει, παιδιά, από πίσω και μεις». Χτυπάει λίγο πιο δυνατά η καρδούλα σου ή σου φαίνεται; Είναι όπως όταν έμαθες ότι οι γονείς σου θα σε πηγαίνανε στο Μινιόν να δεις τον ελέφαντα; Κι όταν πήγατε και είδες ότι είναι ψεύτικος… Σε είχε χαλάσει πολύ, έτσι; Δεν πειράζει, απόψε δεν θα σε χαλάσει τίποτα. Απόψε δεν θα σε χαλάσει κανείς.
«Σας το ‘χα πει, βλήματα, έπρεπε να ξεκινήσουμε πιο νωρίς. Να, δείτε ουρά τώρα! Ούτε αύριο δεν θα μπούμε»! Και εσύ να κατεβάζεις το κεφάλι και μετά από δευτερόλεπτα να τεντώνεις το χέρι σου και να επαναστατείς. «Τι λες, ρε; Αφού σε δύο ώρες αρχίζει. Άσε μας από κει χάμω»! Ένας τύπος μπροστά σου πήγε να γυρίσει να κοιτάξει, μπορεί να τον ενόχλησε η γκαριξιά… Δεν το έκανε… Δεν σας προσέχει κανείς, δεν ξέρετε κανέναν και η ουρά είναι πάνω από είκοσι μέτρα. Απομυζάς τις εικόνες, μιλάς με τους φίλους σου, δείχνεις, γελάς, ψάχνεις… Όλο ψάχνεις. Έβαλες το τζιν τζάκετ που έχεις και μια «μπλούζα κολλεγίου», βλαστημάς από μέσα σου που δεν έχεις ένα μπλουζάκι «με στάμπα» και χαζεύεις όλους αυτούς με τα άπειρα ραφτά. Όχι ότι θέλεις να είσαι κι εσύ έτσι. Δεν θέλεις. Δεν σημαίνει όμως αυτό ότι δεν γουστάρεις αυτές τις εικόνες.
Δεν έχει support απόψε. Μόνο το συγκρότημα που γουστάρεις. Άκουγες όλους τους δίσκους του μια βδομάδα τώρα. Μόνο αυτούς! Μάθαινες τους στίχους, τους αποστήθιζες, ήσουν έτοιμος. Η φωνάρα του πορτιέρη σε διακόπτει. Σου ζητάει το εισιτήριο… Θέλεις να του πεις να στο κόψει λίγο στην ακρούλα για να… Για να το κρατήσεις, να το κορνιζάρεις… Αλλά ντρέπεσαι. Και παίρνεις πίσω το μισό. Και σου κάνουν πλάκα οι υπόλοιποι. «Ποιοι σου έμεναν; Α, εμένα ο μπασίστας, ο άλλος κιθαρίστας»…
Τα φώτα έσβησαν και η μπάντα βγαίνει. Δεν τα καταφέρατε και πολύ καλά με τη σειρά… Στον εξώστη είσαστε και μάλιστα προς το τέλος. Τίγκα το μαγαζί και έχεις πρόβλημα, δεν βλέπεις καλά από κει που είσαι. Είσαι και κοντός και μπροστά σου έχεις κάτι τυπάδες σκέτο NBA, χάλι πραγματικό. Πας μια από δω μια από κει το κεφάλι σου, μπας και… Κάτι βλέπεις, κάτι φαίνεται. Μερικές φορές καθαρίζει και βλέπεις όλη τη σκηνή. Στέκεσαι στις μύτες των ποδιών, τεντώνεις και το λαιμό. Ντάξει, κάτι παίζει…
Χτυπιέσαι, τραγουδάς, φωνάζεις, χειροκροτάς, ουρλιάζεις… Από σπρώξιμο δεν έχεις πρόβλημα, εκεί πίσω δεν παίζουν τσαμπουκάδες. Καμιά ξανάστροφη αν σου έλθει από κάνα μαλλιά, πάνω στο headbanging του δηλαδή… Βλέπεις μόνο τρίχες και αναρωτιέσαι γιατί δεν έχεις αφήσει ακόμα μαλλιά κι εσύ. Θα αφήσεις, είναι σίγουρο. Και δεν πα να λένε οι γειτόνοι. Να! Αμάν, παίζουν κι αυτό; Παίζουν ΚΑΙ αυτό; Θα τρελαθείς, έχεις ήδη τρελαθεί, είσαι ήδη σε κατάσταση ευφορίας. Κάπου-κάπου αγκαλιάζεσαι με τους φίλους σου και χτυπιόσαστε παρέα. Θα πονάει ο λαιμός την επόμενη μέρα, αλλά εσύ δεν ξέρεις. Θα βουίζουν και τα αυτιά σου. Ούτε αυτό το ξέρεις. Και όταν τα μάθεις αυτά όλα, θα μάθεις και να τα αγνοείς…
Επιστροφή με ταξί. Μέχρι να βρείτε έχετε περπατήσει κάνα χιλιόμετρο, έχετε μουρλαθεί στη λογοδιάρροια και διαπιστώνετε ότι ο λάρυγγας είναι ψιλό-απρόθυμος. Βραχνάδα και πώρωση, «κοκορίκο» και σακαρούκες από την λαχτάρα να πεις όσα περισσότερα μπορείς στον λιγότερο δυνατό χρόνο. Στο ταξί πάλι ησυχία. Κλασσικά ο οδηγός θα ρωτήσει. «Πού είχατε πάει, παιδιά»; Παίζει σκυλάδικα και χαμογελάς από μέσα σου. Δεν σε ενοχλεί καθόλου. Η φυσική κατάληξη μιας, κατά τα άλλα, φασαριόζικης βραδιάς.
Κάπως έτσι ήλθαν και έφυγαν τα επόμενα. Η δεύτερη συναυλία, η τρίτη, η τέταρτη… Κάποια στιγμή κατάφερες και έφτασες μέχρι τη δεύτερη σειρά, ένα τσικ πριν το κάγκελο. Μετά από μερικούς μήνες αποφάσισες να πας στην πρώτη «ανοιχτή» συναυλία, σε μεγάλο γήπεδο. Είχες πάει κάτι λίγα χρόνια πριν, αλλά… αλλά δεν θυμάσαι και πολλά. #ΜΟΝΟ τα βασικά.
Αισθάνθηκες περίεργα μέσα στη λαοθάλασσα. Δεν έβλεπες καλά εδώ, πήγαινες από εκεί, έψαχνες την παρέα σου, ξανατεντωνόσουν για να δεις καλύτερα… Κάποιος έρχεται και σου λέει «Πού ‘σαι, ρε; Καλά»; Ποιος είναι πάλι αυτός… Α, ναι, κάνατε ζέσταμα κοντά-κοντά για τον Γύρο του Πειραιά, κάνα δίμηνο πριν. «Χάι φάιβ» και ξανά πάλι στη μουσική σου και τη λατρεία σου, που επιμένει να μεταφράζεται σε φωνές και χειροκρότημα. Νομίζεις ότι τραγουδάς στον τόνο αλλά είσαι στρέμματα εκτός… Μερικούς στίχους τους σακατεύεις… Δεν πειράζει καθόλου, περνάς καλά, διασκεδάζεις, χαζεύεις και τα «ωραία»…
Έχεις μαζέψει μπόλικα εισιτήρια. Τα κοιτάς, τα μελετάς, τα μυρίζεις, σκέφτεσαι να κάνεις ένα κολάζ και τσιγκουνεύεσαι να αγοράσεις το πλαίσιο. Καλά, θα το αγοράσεις αύριο, δεν τρέχει τίποτα…
Είναι λίγο στριμωχτά στο πούλμαν, δεν θα πεθάνεις κιόλας, αλλά να… Δεν μπορείς να απλωθείς, δεν μπορείς να κοιμηθείς… Κοιτάς από το παράθυρο, δεν έχεις πάρει μαζί σου το walkman και το περιοδικό που θυμήθηκες να «πακετάρεις», το έχεις διαβάσει ήδη τρεις φορές. Γύρω σου παιδιά με μπλουζάκια U2 και πολύ χάχανο και δυνατές φωνές και παρόμοια «εφέ». Κι εσύ συνεχίζεις να κοιτάς έξω, αισθάνεσαι το ελαφρύ χτύπημα στον ώμο, γυρίζεις και χαζεύεις τα μάτια της κοπέλας από τις απέναντι θέσεις. Αυτή σε σκούντηξε; Και ενώ έχεις ονειρευτεί καμιά δεκαριά χρόνια για περίπου τρία δεύτερα, ασυναίσθητα της δίνεις το περιοδικό. Έχεις ακούσει την ερώτηση, «Έχεις τελειώσει, να το πάρω;», αλλά δεν κόλλαγε κινηματογραφικά στα δέκα χρόνια που αναφέρονται πιο πάνω κι έτσι την απέρριψες ηχητικά. Ξανακοιτάς από το τζάμι… Φτάσατε στη Θεσσαλονίκη, αλλά έχει τρελή κίνηση στην πόλη. Μέχρι να αράξει το σαράβαλο στο σταθμό των λεωφορείων θα πάρει κάνα μισάωρο ακόμα. Μια χαρά, προλαβαίνεις να σκεφτείς την τρελαμάρα που έκανες στην Πάτρα, που ήσουν και καλά «αποστολή» με το πολεμικό ναυτικό. Μέσα σ’ όλα είσαι και φαντάρος… Είχατε φάει ένα μήνα στην Ιταλία, είχες πάρει τηλέφωνο τους φίλους από ένα καρτοτηλέφωνο στο Μπρίντιζι και σου είχαν πει ότι σου βρήκαν εισιτήριο για τη συναυλία στη Σαλονίκη. Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης και οι U2 στο λιμάνι της συμπρωτέ. Και επειδή ήσουν τσάτσος και ρουφιάνος του διοικητή, σκέφτηκες να την κάνεις τσίου με λεφτά του «ένδοξου ΠΝ». Έτσι έβγαλες «κατάσταση επιβιβάσεως» για τη Θεσσαλονίκη, πήγες απάνου, βρήκες το φιλαράκι σου και είδες ένα απίστευτο Live και επέστρεψες στο καπάκι στη βάση σου. Δεν είχες κοιμηθεί καλά, ήσουνα σαν τρόμπας (όπως σου πέταξε και ο διοικητής σου), αλλά γούσταρες με χίλια. Και όταν σου την είπε κάποιος πιλάφας, έβγαλες από το ερμάριό σου το μπλουζάκι που είχες φέρει δώρο για έναν άλλο πιλάφα, καλό παλικάρι αυτό όμως, του το έδειξες περιπαιχτικά και το έδωσες στο παλικάρι που έλεγες…
Το να πας να δεις μια συναυλία έξω ήταν πάντα όνειρο για σένα. Η αγαπημένη σου μπάντα δεν είχε έλθει ακόμα στην Ελλάδα και δεν τη βλέπεις να έρχεται, για φέτος τουλάχιστον (τελικά ήλθε!). Την αγαπάς χρόνια, έχεις ακούσει όλα τα τραγούδια, όλους τους δίσκους, βλέπεις τις βιντεοκασέτες και ζηλεύεις. Κάποια στιγμή βλέπεις ότι μπορείς να πας έξω να τους δεις, σου περισσεύουν… Παίρνεις τηλέφωνο το γραφείο ταξιδίων που σου πρότεινε ένας φίλος, που έχει ήδη ταξιδέψει έξω και τους πρήζεις για το πιο φθηνό εισιτήριο. Το διαδίκτυο σε βοηθάει για να αγοράσεις το εισιτήριο της συναυλίας, ευτυχώς δεν χρειάζεται πλέον να ψάχνεσαι με χρήματα σε φακέλους αλληλογραφίας και καρμπόν γύρω-γύρω, για να μην «ανιχνεύονται» τα χαρτονομίσματα… Τι αρρώστια κι αυτή, τι πίκρα και τι ωραίο να το σκέφτεσαι τώρα, τόσα χρόνια μετά.
Στο αεροδρόμιο νιώθεις περίεργα. Όση ώρα πακετάριζες στο σπίτι είχες στο στερεοφωνικό να παίζουν τα “Tarzan Boy” και “Holiday Rap”! Καλά, πας καλά; Σοβαρά τώρα, μ’ αυτή την υπόκρουση πού θα πας; Δεν σε νοιάζει όμως. Καθόλου! Πακετάρεις και γουστάρεις τη μουσική, νιώθεις όμως λίγο μίζερος… Η μιζέρια πάλι θα εξαφανιστεί με το που θα μπεις στο “Metropolis” του Ελ. Βενιζέλος. Τσεκάρεις νέες κυκλοφορίες, δεν σου λένε τίποτα, τα ξέρεις ήδη αυτά. Σε λίγο σκάνε και οι φίλοι σου. Πρωινός καφές και σοκολάτα και τσιτιτσάτι μέχρι την επιβίβαση. Χαβαλές στον έλεγχο και περισσή ευγένεια μέσα στο αρεόπλανο. Να περάσει και η θείτσα και η γιαγιάκα και η πληθωρική ξανθιά…
Άφιξη στο Λονδίνο, στο Άμστερνταμ, στο Βερολίνο… Το μάτζικ μπας των αιθέρων σε έφερε στην προσωρινή γη της επαγγελίας σου. Κάνεις πλάκα στο μετρό για το ξενοδοχείο, δεν γνωρίζεις κανέναν άλλο και όλες τις μέρες της εκδρομής θα τις περάσεις μιλώντας αποκλειστικά στους φίλους σου και τους ρεσεψιονίστες… Α, ναι, και τα γκαρσόνια… Ίσως, κατά τη διάρκεια της συναυλίας, κάποιος/κάποια να σου πει δυο κουβέντες… Ίσως να σε ρωτήσουν πού είναι η τουαλέτα. Η προφορά σου σε προδίδει, αλλά δεν σε ρωτάνε από πού είσαι. Μωρέ κι είχες μια σκασίλα! Η μπάντα που γουστάρεις βγαίνει και τα σπάει και εσύ θα ασχοληθείς με τη μονομανία μιας αλλοδαπής ψυχής; Όχι βέβαια!
Χάρη στις συναυλίες λοιπόν, την πιο ωραία αφορμή να ταξιδέψεις, γύρισες διάφορες χώρες της Ευρώπης. Γνώρισες διάφορους ανθρώπους γιατί, ε, κάπου είπες να συμπεριφερθείς σαν άνθρωπος, να είσαι και λιγάκι εξωστρεφής. Με τη δύναμη του «Ιντερνέτ» γράφτηκες μέλος στο «επίσημο Φαν κλαμπ» του συγκροτήματος που αγαπάς και άρχισες να γράφεις και να στέλνεις μηνύματα σε διάφορα άτομα ανά τον κόσμο. Και κάπου άρχισες να δέχεσαι απαντήσεις. Και να σε ρωτάνε αν θα πας στη χώρα τους στην επόμενη περιοδεία. Και να σου λένε πως αν πας, θα μπορείς να μείνεις στα σπίτια τους! Δεν το πιστεύεις, θέλεις πολύ να το πιστέψεις, κοντοστέκεσαι και χαζοκοιτάς, θυμίζεις γάτα που παίζει με το είδωλό της στον καθρέφτη…
Το ραντεβού στην αμερικάνικη πρεσβεία είναι για τις εννέα και είκοσι τέσσερα λεπτά το πρωί. Όχι «και μισή», ούτε καν «και είκοσι πέντε»! 09.24 και ο υπάλληλος σου λέει ότι θα περάσεις, αλλά θα κλείσεις το κινητό σου και θα το παραδώσεις στη ρεσεψιόν. Θα το πάρεις φεύγοντας. Βλέπεις, για να πας στη χώρα των ανιστόρητων θέλεις βίζα. Και μάλιστα θα την πληρώσεις και χρυσάφι, αγοράζοντας ενενήντα πέντε Ευρώ το παράβολο από την τράπεζα και πληρώνοντας άλλα δώδεκα για τις φωτογραφίες. Κι από μέσα σου θα βράζεις… «Ρε, λες να μην με δεχτούν και πάνε τα λεφτάκια μου»; Κάνα μήνα πριν είδες στο «Φαν κλαμπ» ότι το συγκρότημα που έχεις ερωτευθεί εδώ και χρόνια, το οποίο, για κακή σου τύχη, είναι αμερικάνικο – φυσικά – και το οποίο σε «καταδιώκει» από πιτσιρικά, θα κάνει μια φοβερή εξτραβαγκάνζα «απέναντι». Και ενώ πλατσούριζες νευρικά τα πόδια σου σε μια ακρογιαλιά στη Σαλαμίνα και απολάμβανες την πρώτη μέρα της καλοκαιρινής σου άδειας, το μυαλό είχε κολλήσει. «Θα πάω, θα πάω»… Ο μισθός του Αυγούστου, το επίδομα αδείας και κάτι άλλα ψιλά που είχες καβάτζα, κατατίθενται για την εμπειρία του «Αμέρικαν ντριμ». Τα είχες ζήσει όλα στην Ευρώπη. Είχες πάει σε συναυλίες, σε φεστιβάλ, σε ό,τι μπορούσες να πας τελοσπάτων. Εδώ όμως μιλάμε για δεκατέσσερις ώρες ταξίδι…
Πολύ ψαρωτικός ο έλεγχος στο αεροδρόμιο. Δεν σου αρέσει καθόλου. Με το που είπες «Αμερική», άρχισαν να σε ψάχνουν, να σε ξαναψάχνουν, να κοιτάνε τα πράματά σου, να σου λένε να βγάλεις τα παπούτσια σου. Όταν επιτέλους κάθεσαι στη θέση σου, μέσα στο ατσάλινο πουλί, σκέφτεσαι το πόσο πολύ θα ήθελες στη διπλανή θέση να κάτσει μια Αμερικανιδούλα μούρλια, σαν τη Lindsay Lohan στο “Mean girls”… Το πόσο χαλάστηκες που, αντ’ αυτής, έπρεπε να υποστείς έναν Ινδό μεσήλικα, που σε ρώτησε τρεις φορές πώς θα μπορέσει να «περάσει» τις πίκλες που κουβάλαγε από τον έλεγχο στο «ιμιγκρέσιο»… Ασχολίαστο… Ναι, αλλά κάπου χαμογέλασες και παράγγειλες ένα λευκό κρασάκι να πάει παρέα με το τυρί που σου έφεραν… Και ξαναχαμογέλασες βλέποντας ότι «ετοιμάζεται» η τέταρτη φορά. Στο αεροδρόμιο «εκεί» περνάς από έλεγχο και ξανά από έλεγχο. Κι όταν τελειώνεις με όλα, έχεις παραλάβει αποσκευές και έχεις σπατσάρει με τα φαύλα, χαλαρώνεις… Μιλάς στο τηλέφωνο με τους γονείς και επιβεβαιώνεις ενδόμυχα ότι είσαι πολύ μακριά από το σπιτάκι σου. Είσαι σχεδόν είκοσι τέσσερις ώρες ξάγρυπνος, αλλά δεν τρέχει μία… μία! Παίρνεις ταξί για το ξενοδοχείο επειδή φοβάσαι ότι αν πάρεις το λεωφορείο θα βρεθείς στο Λιόπεσι… Και όταν φτάνεις στο ξενοδοχείο και αρχίζεις να κόβεις φάτσες, θυμάσαι τα άβαταρ των άλλων οπαδών στο φόρουμ και σκέφτεσαι, «Να ο πωστολένε! Να και η πωστηνείπαμε»! Γνωριμίες, αγκαλιές (το έχουν – λέει – αυτό οι Γιάνκδηδες), «Πώς ήταν το ταξίδι σου;» και τέτοια πολλά. Έχουν έλθει κι άλλα παιδιά από Ευρώπη, παιδιά που γνωρίζεις κι αγαπάς. Εκεί πλέον έχεις λόγο να συγκινηθείς – δεν το δείχνεις όμως…
Κάποια στιγμή, ενώ είσαι στην πρώτη σειρά – γιατί τα εισιτήρια του Φαν Κλαμπ σεβάστηκαν απόλυτα τη ματαιοδοξία σου και τα μίλια που έγραψες – και χτυπιέσαι, ενώ βλέπεις διάφορους τύπους και τύπισσες να σου φωνάζουν «Είσαι πρώτος» και να σου συμπεριφέρονται σαν να είσαι εσύ ο Σταρ, κάπου αναρωτιέσαι, κάπου το σκέφτεσαι δύο φορές. Όλα τα αγαπημένα σου πρόσωπα είναι δέκα ώρες μακριά και εσύ είσαι εκεί, στο «μαγαζί», αποθεώνεις ό,τι αγαπάς… Ίσως μάλιστα, στο τέλος της ημέρας (νομίζεις, αφελέστατε, ακολουθεί πάρτι) να κάνεις την ερώτηση στον φίλο ή τη φίλη που γυρίζει μαζί σου στο ξενοδοχείο ή και στον εαυτό σου. Δεν έχει τόση σημασία πια. «Θυμάσαι την πρώτη συναυλία σου»;
Κώστας Κούλης
Το κείμενο γράφτηκε υπό την επήρεια του τραγουδιού «Συναυλία» (Χάρις Αλεξίου). Στίχοι Λ. Νικολακοπούλου, μουσική Ν. Αντύπας. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Noizy, το 2012.
0 Comments