6949256666 press@keysmash.gr

Γιάννης Χαρμπάτσης – Η συνέντευξη

keysmash powered by dycode

Ο Γιάννης Χαρμπάτσης είναι ένας ηθοποιός που δεν φοβάται να “βουτήξει” σε ρόλους με βάθος και έντονο συναισθηματικό φορτίο. Μας μιλά για τον χαρακτήρα του Γιόζεφ στην παράσταση «Φίλεμα», ένα έργο που θίγει διαχρονικά ζητήματα, όπως η φιλοξενία, ο ρατσισμός και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Μιλά ακόμα για τη διαδικασία προετοιμασίας του, τις προκλήσεις του ρόλου, καθώς και την επίδραση που έχουν οι θεατρικές εμπειρίες του στην πορεία του. Ευχαριστούμε θερμά τη Γιώτα Δημητριάδη που μας έφερε σε επαφή και φρόντισε να πραγματοποιηθεί αυτή η συνέντευξη.

Τι σας τράβηξε περισσότερο στον χαρακτήρα του Γιόζεφ, τον οποίο ενσαρκώνετε στη παράσταση «Φίλεμα»; Πώς προετοιμαστήκατε για αυτόν τον ρόλο;
Ο Γιόζεφ είναι ένας βαθιά ανθρώπινος χαρακτήρας, που δοκιμάζει τα όρια της ηθικής και της επιβίωσης σε έναν κόσμο που τον αντιμετωπίζει ως «υπάνθρωπο». Η πίστη του στη φιλοξενία και την καλοσύνη είναι ανεξάντλητη, ακόμα και όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τους ίδιους του τους διώκτες. Είναι δηλαδή ο μοναδικός που έχει διατηρήσει την ανθρωπιά του, παρότι είναι «υπάνθρωπος». Είναι ένας ρόλος που απαιτεί ψυχική αντοχή, εσωτερικό βάθος και μια ειλικρινή ματιά στη φύση του ανθρώπου, που με κέρδισε απ’ την πρώτη ανάγνωση του έργου. Ο Μάνος Κουνουγάκης έχει γράψει ένα πραγματικά συγκλονιστικό και πολυδιάστατο έργο. Η καθημερινή μελέτη του ίδιου του έργου ήταν ο βασικός μου φάρος για την προετοιμασία του ρόλου, καθώς κάθε μέρα το κείμενο φώτιζε μια άλλη σκηνή, ατάκα ή σχέση του με τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Η έρευνα και η κατανόηση του ιστορικού πλαισίου του έργου, καθώς και η αναζήτηση της στάσης του σώματός του, της φωνής του, της σιωπής του, αλλά και του συναισθηματικού του κόσμου και τον τρόπο με τον οποίο εκείνος θα τον εξέφραζε, ήταν θέματα που με απασχόλησαν αρκετά. Η αλληλεπίδρασή με τους υπόλοιπους ηθοποιούς και οι καίριες σκηνοθετικές οδηγίες της υπέροχης Λίνας Αλτιπαρμάκη έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο.

Ποιοι είναι οι κύριοι θεματικοί άξονες που θίγει το έργο και πώς αυτοί σχετίζονται με τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα;
Οι βασικοί θεματικοί άξονες του έργου είναι η Φιλοξενία, ως χρέος της παράδοσης του ήρωα, αφού ο Γιόζεφ, ένας «υπάνθρωπος», ως ύστατη πράξη αντίστασης, τηρεί τον αρχαίο νόμο της φιλοξενίας ακόμη και απέναντι σε εκείνους που τον καταπιέζουν και ο Ρατσισμός, αφού o δυστοπικός κόσμος του έργου, όπου οι Homo Sapiens έχουν την κυριαρχία, θυμίζει τις φυλετικές διακρίσεις του ναζισμού, καθώς η κοινωνία έχει χωριστεί σε «ανώτερους» και «κατώτερους», γεγονός που παραπέμπει άμεσα στις διώξεις των μειονοτήτων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αέναη μάχη του καλού με το κακό. Η πάλη ανάμεσα στο μίσος και την εκδίκηση από τη μία και στην ενστικτώδη ανάγκη για τη διατήρηση της ανθρωπιάς από την άλλη. Εξετάζει επίσης την έννοια «άνθρωπος», το χρέος, τη συγχώρεση, το μίσος, την εκδίκηση, το πένθος και την αναζήτηση της γαλήνης, καθώς το πώς η ανθρώπινη ηθική διαμορφώνεται σε ακραίες συνθήκες (πόλεμος, ανάγκη επιβίωσης), αναδεικνύοντας τις σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και της διάκρισης, θυμίζοντας καταστάσεις που βιώνουμε καθημερινά (κακομεταχείριση των προσφύγων, κοινωνική ανισότητα, κατάχρηση εξουσίας) τόσο στη χώρα μας, όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο.

Το έργο «Φίλεμα» συνδυάζει την έννοια του δείπνου με βαθύτερους κοινωνικούς ή ψυχολογικούς προβληματισμούς. Πώς ερμηνεύετε αυτόν τον συμβολισμό;
Το Φίλεμα αξιοποιεί το δείπνο όχι μόνο ως μια πράξη φιλοξενίας, αλλά και ως έναν τρόπο να επαναδιεκδικήσει ο Γιόζεφ την αξιοπρέπειά του απέναντι σε ένα σύστημα που τον θεωρεί κατώτερο. Το τραπέζι που στρώνει ο Γιόζεφ δεν είναι απλώς μια προσφορά τροφής, αλλά μια πράξη βαθιάς υπαρξιακής σημασίας. Γίνεται οικοδεσπότης για τους κατακτητές του, ανατρέποντας την καθιερωμένη εξουσιαστική σχέση. Η φιλοξενία εδώ είναι μια μορφή εξουσίας, μια στιγμιαία αντιστροφή της δυναμικής μεταξύ κυρίαρχου και υποτελούς. Θα τολμούσα να πω ότι έχει αναφορές ακόμη και στον Μυστικό Δείπνο, όπου η προδοσία και η αγάπη συνυπάρχουν στο ίδιο τραπέζι, αλλά παραπέμπει και στα «τραπέζια της εξουσίας» της Ιστορίας, όπου οι κατακτητές έτρωγαν την ίδια στιγμή που καταδίκαζαν ολόκληρους λαούς. Συνολικά, το Φίλεμα χρησιμοποιεί το γεύμα ως μια σκηνική μεταφορά, που εξερευνά τη δύναμη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τις ηθικές αντιφάσεις της κοινωνίας και την αιώνια πάλη ανάμεσα στη βία και την αγάπη.

Με τέτοια ποικιλία ρόλων σε θέατρο, κινηματογράφο και τηλεόραση, τι σας ελκύει περισσότερο από τα τρία;
Αν έπρεπε να διαλέξω, θα έλεγα ότι το θέατρο έχει αδιαμφισβήτητα την πρωτοκαθεδρία στην καρδιά μου, λόγω της ζωντανής εμπειρίας και της άμεσης σχέσης, τόσο με τους συναδέλφους όσο και με το κοινό. Όμως, ο κινηματογράφος με μαγεύει για τις δυνατότητες οπτικής αφήγησης, τις λεπτομέρειες στην ερμηνεία, καθώς καταγράφονται και οι παραμικρές αποχρώσεις, και τα μαγικά αποτελέσματα του μοντάζ. Ενώ η τηλεόραση και η αμεσότητα που προσφέρει, βάζοντάς σε κατευθείαν μέσα στα σπίτια των ανθρώπων, είναι γοητευτική. Κάθε μέσο έχει τη δική του μαγεία και μοναδικό τρόπο έκφρασης.

Ποιοι από τους ρόλους σας έχουν επηρεάσει τον τρόπο που βλέπετε την υποκριτική;
Ο κάθε ρόλος που έχω ερμηνεύσει έχει βάλει το λιθαράκι του σ’ αυτό που είμαι σήμερα, τόσο ως άνθρωπος όσο και ως ηθοποιός. Ενδεικτικά αναφέρω κάποιες σημαντικές στιγμές. Η πορεία μου στο Αρχαίο Δράμα, με παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης σε Επίδαυρο, Ωδείο Ηρώδου του Αττικού και περιοδεία σε όλη την Ελλάδα ήταν μεγάλο σχολείο. Επίσης, ο Ρόμπιν από τα Παιδιά Του Λύκου, ο πρώτος μου ρόλος μετά τη σχολή, με έκανε να αποδεχθώ τον εαυτό μου ως ηθοποιό. Η ερμηνεία του Οιδίποδα ήταν μια απαιτητική και καθοριστική εμπειρία, που διεύρυνε τις υποκριτικές μου ικανότητες, Η σκηνοθετική ματιά της Ρούλας Πατεράκη με όπλισε με ακόμα περισσότερα εργαλεία, όπως και η σκηνική μου συνεύρεση με έναν ηθοποιό του βεληνεκούς του Κώστα Αρζόγλου στο «Μια Ζωή Τζένη» της Μαργαρίτας Αλεξανδράκη ήταν καθοριστική. Νιώθω πολύ ευγνώμων και τυχερός.

Ποια ήταν η πιο αξέχαστη στιγμή σας στις παραστάσεις στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού ή στην Επίδαυρο;
Αξέχαστες είναι όλες οι στιγμές που βίωσα σ’ αυτά τα θέατρα. Η ατμόσφαιρα της Επιδαύρου, η μαγεία του Ηρωδείου, η πρόκληση μιας περιοδείας, η συνεργασία με σπουδαίους σκηνοθέτες – όλες αυτές οι στιγμές αφήνουν το δικό τους αποτύπωμα. Σίγουρα η πρώτη φορά που βγήκα στη σκηνή της Επιδαύρου και ένιωσα το δέος που σου προκαλεί αυτός ο χώρος. Αλλά και η αναβίωση της ιστορικής παράστασης του Κάρολου Κουν “Πέρσες” σε συν-σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή και Γιώργου Λαζάνη, είναι μια εμπειρία που ξεπερνά τα όρια της τέχνης και γίνεται σχεδόν ιεροτελεστία. Η σκηνή της Επίκλησης του Δαρείου, στο ασφυκτικά γεμάτο θέατρο της Επιδαύρου με δεκαπέντε χιλιάδες θεατές, αλλά και το χειροκρότημα στο τέλος της παράστασης ως επιβράβευση της καλλιτεχνικής ευθύνης, σε συνδυασμό με το δέος και τη συγκίνηση μιας μεγάλης θεατρικής κληρονομιάς που ήμουν μέρος της, θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένα στη μνήμη μου.

Συμμετείχατε σε πολλές παραστάσεις χοροθεάτρου. Πώς διαφοροποιείται η εμπειρία της σωματικής έκφρασης από την κλασική υποκριτική;
Φαντάζομαι αναφέρεστε στην Τρελή Ευτυχία του Κωνσταντίνου Ρήγου και στις αυτοσχεδιαστικές παραστάσεις της Παιδικής Σκηνής του Θεάτρου Τέχνης, που εγκαινίασε ο Μίμης Κουγιουτζής (Παρωδύσσεια, Μικρός Πρίγκηπας, Μια Φορά κι Ένα Λεπτό). Σε όλες τις παραπάνω παραστάσεις η ιδιότητά μου ήταν αυτή του ηθοποιού, όχι του χορευτή. Ωστόσο η διαφορά της κλασικής υποκριτικής έγκειται στο γεγονός ότι υπάρχει απουσία του λόγου, της λεκτικής επικοινωνίας και το σώμα γίνεται ο κύριος φορέας της αφήγησης. Απαιτεί μεγαλύτερη σωματική αντοχή και τεχνική κατάρτιση, καθώς το σώμα εκτελεί κινήσεις με ακρίβεια, συγχρονισμό και συχνά υπερβαίνει τα φυσικά του όρια για να μεταφέρει το συναίσθημα. Ωστόσο, υπάρχουν και κοινά στοιχεία. Και στις δύο περιπτώσεις, η ερμηνεία προέρχεται από μια εσωτερική αλήθεια.

Υπάρχει κάποιο είδος θεάτρου ή κινηματογράφου που θέλετε να εξερευνήσετε περισσότερο στο μέλλον;
Δεν θα ήθελα να κατηγοριοποιηθώ σε κάποιο είδος. Η προσέγγιση σε κάθε ρόλο και κάθε είδος μου δίνει χαρά, καθώς μου δίνει τη δυνατότητα να εξερευνήσω και να διευρύνω τις γνώσεις μου και τις υποκριτικές μου ικανότητες και στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Ωστόσο, έχω μια αγάπη στα ελληνικά έργα, τόσο στα κλασικά έργα του Αρχαίου Δράματος, όσο και στο Νεοελληνικό θέατρο. Υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι νέοι θεατρικοί συγγραφείς που αξίζουν την προσοχή και την υποστήριξη τόσο των παραγωγών και των σκηνοθετών, όσο και των καλλιτεχνών και του κοινού. Χρειάζεται όλοι να τους δώσουμε την δυνατότητα του ανεβάσματος των έργων τους. Ένα από αυτά είναι και το Φίλεμα του Μάνου Κουνουγάκη, στο οποίο έχω τη χαρά να συμμετέχω.

Μαίρη Ζαρακοβίτη

Please follow and like us:
Facebook
Twitter
Youtube
Instagram
LinkedIn

0 Comments