Είχαμε τη χαρά να συνομιλήσουμε με τον ηθοποιό Γιώργο Καρκά, ο οποίος μας αποκαλύπτει τις σκέψεις του γύρω από την υποκριτική και την καλλιτεχνική του πορεία. Μέσα από τη συζήτησή μας, είχαμε την ευκαιρία να ανακαλύψουμε την προσέγγιση του Γιώργου στον μοναχικό και ενδοσκοπικό χαρακτήρα που υποδύεται στην παράσταση «Φινιστρίνι» Του Βασίλη Ρίσβα στο Θέατρο Βικτώρια, την επίδραση της σκηνοθετικής καθοδήγησης του Γιώργου Χριστοδούλου, καθώς και την πορεία του ήρωά του προς την αυτογνωσία και τη συγχώρεση. Στο επίκεντρο της κουβέντας μας θα βρεθεί το θέατρο ως μέσο προσωπικής έκφρασης, αλλά και το κοινωνικό του μήνυμα σε μια εποχή που απαιτεί συνεχώς επανεκτίμηση και ανασύνταξη.
Ευχαριστούμε θερμά τη Νταίζη Λεμπέση για τον συντονισμό της συνέντευξης.
Πώς προσεγγίσατε έναν τόσο μοναχικό και ενδοσκοπικό χαρακτήρα; Πώς η σκηνοθετική προσέγγιση του Γιώργου Χριστοδούλου συνέβαλε στην ανάπτυξη του ρόλου σας;
Μοναχικός ναι, αλλά στην ενδοσκόπηση δεν νομίζω ότι τα πολυκαταφέρνει ο ήρωάς μου. Είναι ένας άνθρωπος που βιώνει τον αυτοεγκλεισμό και την αυτοαπομόνωση. Μόνος και απομονωμένος από επιλογή. Κάνει τη διαδρομή του ως αφορμή ίσως και ως μια προσπάθεια για ενδοσκόπηση, που να καταλήγει στη λύτρωση, αλλά η ενδοσκόπηση προϋποθέτει ψυχραιμία και συλλογιστική σκέψη. Η συλλογιστική σκέψη του ήρωά μου είναι ταραχώδης, ωστόσο με βάση τα δικά του συναισθήματα είναι η δική ΤΟΥ λογική… η δική του ύπαρξη. Το συναίσθημα τον οδηγεί και μόνο, καθ’ όλη τη διάρκεια. Από την πρώτη φορά που διάβασα το κείμενο δεν μπορώ να πω πως αντιμετώπισα κάποια τρομακτική δυσκολία στο να νιώσω το συναίσθημά του και να συναισθανθώ τη διαδρομή του. Η διαδρομή του ωστόσο με έκανε να ανακαλέσω δικά μου προσωπικά βιώματα, είτε αυτά αφορούν συναισθήματα δικά μου σε κάποιες περιόδους της ζωής μου από τη μια, είτε να ανακαλέσω μνήμες ακόμα και κοινωνικές λίγο πιο αποστασιοποιημένα από την άλλη. Η φαρέτρα μου ήταν γεμάτη με “όπλα” από τη μια και πήρα την απόφαση να βουτήξω χωρίς φόβο από την άλλη, γιατί ξέρεις ότι όταν βουτάς και φοβάσαι, τότε είναι που θα πνιγείς στα σίγουρα. Η προσέγγιση του Γιώργου Χριστοδούλου συνέβαλε καθοριστικά στο να μου ενώσει όλα τα κομμάτια του “παζλ” και αυτός ο χαρακτήρας να είναι άνετος ταυτόχρονα μέσα στο τόσο οριακά γεγονότα και συναισθήματα που μοιράζεται για την ύπαρξη ενός ανθρώπου, πάνω στην προσπάθειά του να παραμείνει πνευματικά υγιής.
Η έννοια της συγχώρεσης φαίνεται να παίζει κεντρικό ρόλο στο έργο. Πώς καταφέρατε να αποδώσετε την πορεία του ήρωα προς την αποδοχή και τη συμφιλίωση με τον εαυτό του;
Το αν συμφιλιώνεται θα επιλέξω να το αφήσω στην κρίση του κάθε θεατή και στη ματιά του κάθε θεατή. Η συγχώρεση του ίδιου του του εαυτού είναι μια πορεία, η οποία ως στόχο έχει την τελική συμφιλίωση. Ο ήρωάς μου λυπάται σε όλη του τη διαδρομή για τη ζωή που προσπαθεί να ζήσει και δεν μπορεί. Ξεκινώ από το ότι είναι ένας άνθρωπος που δείχνει να μη μπορεί να συμφιλιωθεί με τους σκληρούς και απάνθρωπους κανόνες της κοινωνίας μας. Άρα έχει να επιλέξει στο να τον αποδεχτεί η κοινωνία ή αυτός τον εαυτό του. Και τελικά προσπαθεί για το ένα και καταλήγει να κάνει το άλλο, οδηγούμενος από το πηχτό του συναίσθημα. Η ευαλωτότητά του τον καθιστά “ανάπηρο”… ψάχνει για το “κομμένο μέλος που ευθύνεται για την αναπηρία του”, όπως λέει το κείμενο.

Πώς προετοιμάζεστε συναισθηματικά και σωματικά πριν από μια παράσταση;
Κάνω λίγο φωνητικό ζέσταμα, με όλα τα “επακόλουθα” που αφορούν και την άρθρωση και το εύρος της φωνής που χρειάζεται για την παράσταση, γιατί η αλήθεια είναι πως το να είσαι μόνος στη σκηνή μια ώρα και δεκαπέντε λεπτά είναι σίγουρα κάτι που τεχνικά τουλάχιστον και με ένα τέτοιο ήρωα, σε κάνει να χρησιμοποιήσεις αρκετές περιοχές. Κάνω λίγα βαθιά καθίσματα, λίγες διατάσεις και συναισθηματικά απλώς προσπαθώ να με ταΐσω με νέα αντικρίσματα κάθε φορά ή όποτε μου εξαντλούνται τα παλιά, έτσι ώστε ο θεατής να βλέπει κάτι που να το γεννώ εκείνη τη στιγμή που πρέπει. Θέλω ο θεατής να βλέπει κάτι όσο το δυνατόν πιο αληθινό γίνεται.
Ποιο μήνυμα ελπίζετε να πάρει το κοινό φεύγοντας από την παράσταση; Πιστεύετε ότι το έργο μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά για τους θεατές;
Ξεκινώ από τη δεύτερη ερώτησή σας. Δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτό. Είναι ένα κείμενο, είναι έργο με τόση πυκνότητα και νοήματα και βάθος, που πραγματικά ο καθένας, είμαι σίγουρος, ότι θα διυλίσει το κάθε τι με έναν δικό του ξεχωριστό τρόπο. Θεραπευτικά δεν ξέρω λοιπόν αν θα λειτουργήσει, αλλά σίγουρα θα τους βάλει στη διαδικασία να κάνουν μια τεράστια βουτιά στον εαυτό τους.
Το πόσο ο ζωντανός άνθρωπος διψάει για ζωή ακόμα κι όταν νιώθει νεκρός. Το πόσο ο νους και η ψυχή μας… μας πάνε μόνα τους μέχρι που να συγκρουστούμε με κάτι το οποίο θα πρέπει να ξεπερνάμε. Κι αν δε μπορούμε; Τι μορφή λοιπόν παίρνει αυτή η διψά για ζωή;
Τι σημαίνει για εσάς το θέατρο;
Απόλυτη ελευθερία να πράττω όπως σκέφτομαι και να σκέφτομαι όπως πράττω, μεταμορφώνοντας αυτή την αίσθηση της ελευθερίας σε ένα ταξίδι κάθε φορά που είμαι στη σκηνή, στοίχημα έχω μέσα μου να συνεπάρω τα συναισθήματα των ανθρώπων- θεατών μου και να τους κάνω να” πετάξουν”.
Τι σας θυμώνει και τι σας κάνει να αγαπάτε τη ζωή και την κοινωνία;
Αυτό που με θυμώνει στη ζωή και την κοινωνία είναι η χυδαιότητα, καθώς και η πολιτική αμορφωσιά ή ο πολιτικός αναλφαβητισμός, πιο κομψά, που καμώνεται την ηθική και καταλήγουμε να κινούμαστε σε πολύ επικίνδυνα μονοπάτια πολιτικά και άρα κοινωνικά. Αυτό που με κάνει να αγαπώ τη ζωή και την κοινωνία είναι πρωτίστως η διάθεση που έχω για ζωή, η οποία δεν είναι δεδομένη για κανέναν μας και το συνειδητοποίησα στη ζωή μου κάπως βεβιασμένα και επαναληπτικά.

Όσο για την κοινωνία, την αγαπώ ακριβώς γιατί είναι αυτή που είναι, με τις ποικιλίες ανθρώπων της, με τα στραβά της, με τα ορθά της, με τις μουτζούρες της, με την “παρακμή” της, η οποία με γοητεύει κάποιες φορές και με τα λαμπρά παραδείγματα ανθρώπων γύρω μας, που λειτουργούν ως φάρος και ως υπόδειγμα. Μ’ αρέσει να την αγαπώ την κοινωνία όταν την παρατηρώ με ηρεμία και αποστασιοποιημένα περισσότερο και όχι πολύ όταν είμαι εντός συναναστροφής με ανθρώπους… εντός της.
Πώς βλέπετε το θέατρο τα τελευταία χρόνια; Το στηρίζει το κοινό;
Το θέατρο τα τελευταία χρόνια και λόγω της πανδημίας έχασε αρκετά τις ισορροπίες του. Θεωρώ ότι κάπως τις έχει ξαναβρεί, ωστόσο χρειάζεται δουλειά ακόμα και περισσότερο από εμάς.
Να προτείνουμε όμορφα πράγματα και ωραίες δουλειές εμείς στον κόσμο και ο κόσμος να μην ξεχνά ότι είμαστε εκεί και τον περιμένουμε για να τον πάρουμε από το χέρι και να “φύγουμε”.
Μαίρη Ζαρακοβίτη
0 Comments