HELLFEST 2023 – UNITED WE STAND
Day 1 – You gotta lose your mind in Clisson Rock City
Επιστροφή, για μία ακόμα χρονιά, στα ιερά χώματα της Clisson, στη Δυτική Γαλλία. Είναι η δέκατη φορά που πάω σ’ αυτό το υπέροχο φεστιβάλ και ενώ, έχοντας δει σχεδόν τα πάντα εκεί μέσα, θα περίμενε κανείς ίσως να είμαι πιο χαλαρός, αντιθέτως, γίνομαι κάθε χρόνο όλο και πιο αγχωμένος, όλο και πιο ανυπόμονος να δω όσα περισσότερα μπορώ, να βρω παλιούς φίλους και γνωστούς, να αράξω στα γρασίδια πίνοντας μπύρες, να βολτάρω στο δασάκι, να απολαύσω τα show με τις φωτιές, να ζήσω τις στιγμές. Είναι η ετήσια απόδρασή μου από όλη τη σαπίλα που βιώνουμε καθημερινά και τίποτα στον κόσμο δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό.
Μπαίνοντας στον χώρο, το πρώτο πράγμα που κάναμε, όπως κάθε χρόνο, ήταν να στηθούμε στην ουρά για το merchandise του φεστιβάλ. Φέτος η κατάσταση ήταν αισθητά βελτιωμένη, αφού η μία από τις τέσσερις μικρότερες σκηνές (Valley) έχει μεταφερθεί σε άλλο σημείο του χώρου και στη θέση της έχει στηθεί το “Sanctuary”, ένας επιβλητικός μαύρος ναός, μέσα στον οποίο μπορεί κανείς να ψωνίσει κάθε λογής αντικείμενο που σχετίζεται με το φεστιβάλ.
Μετά το καθιερωμένο δίωρο που φάγαμε, μέχρι να ψωνίσουμε και να πάρουμε τις πρώτες μπύρες, κατεβήκαμε προς τις μικρές σκηνές, και συγκεκριμένα την Temple, στην οποία είχαν ξεκινήσει το set τους οι Imperial Triumphant. Μια επαγγελματική εμφάνιση, με χαμηλό, απόκοσμο φωτισμό και με τα μέλη της μπάντας ντυμένα με μαύρες ρόμπες και χρυσές μάσκες, βγάζουν μία όμορφη ένταση στο σανίδι, που μαζί με τις θεατρικές τους κινήσεις, σε κάνουν να αναδυθείς στον κόσμο τους, νομίζοντας ότι συμμετέχεις σε κάποιο αρχαίο δράμα. Ίσως το καλύτερο ξεκίνημα για ένα γεμάτο τετραήμερο.
Άμεση στροφή στη διπλανή σκηνή (Altar) όπου σε πέντε λεπτά έβγαιναν οι Nightfall. Πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες μπάντες της ελληνικής σκηνής και στο Hellfest απλά δικαίωσαν τη φήμη τους. Στιβαρή, παθιασμένη, καθηλωτική εμφάνιση, ήταν συγκινητικά καλοί και η μέρα έδειχνε να προχωράει από το καλό στο καλύτερο.
Κατεβήκαμε σιγά-σιγά προς τα δύο Mainstages, προκειμένου να δούμε In Flames. Νωθρό ξεκίνημα με λίγες μουρμούρες, ισοπεδωτική συνέχεια. Ο κόσμος αποκρίθηκε στο κάλεσμα του Anders, δημιουργώντας τα πρώτα mosh pit της ημέρας και το show κύλησε με ένταση μέχρι το τέλος. Το setlist ήταν μία short version του Αθηναϊκού setlist, αφού στο Hellfest είχαν μόλις πενήντα λεπτά στη διάθεσή τους, ακούσαμε δηλαδή “Cloud Connected”, “Only For The Weak”, “Behind Space”, “Take This Life”, αλλά και το “Darker Times”.
Αμέσως μετά, έβγαιναν στη Mainstage 1 οι Hollywood Vampires. Ήξερα εξαρχής ότι δε θα έβλεπα όλο το show, αφού ένα κομμάτι από την ώρα που είχαν στη διάθεσή τους έπεφτε ακριβώς πάνω στους Candlemass και τους άρχοντες του doom είχα να τους δω από το 2005, ενώ Hollywood Vampires είχα δει ξανά, σχετικά πρόσφατα. Τεράστιος Johnny Depp, με ένα μόνιμο μειδίαμα, στο αριστερό μέρος της σκηνής, γίγας Joe Perry στην έτερη κιθάρα, τιτάνας Alice Cooper στη φωνή, μου επιβεβαίωσαν αυτό που ήδη ήξερα. Ότι δηλαδή πρόκειται κυρίως για μία παρέα φίλων, που κάνει το κέφι της και το κάνει με τρόπο εξαιρετικό.
Κάπου εκεί ρίξαμε ένα τρεξιματάκι προς την Altar (o Usain Bolt θα ήταν περήφανος), γιατί, όπως έγραψα και παραπάνω, έπρεπε να προλάβουμε Candlemass. Τρομεροί Candlemass, μου έκαναν ένα από τα καλύτερα δώρα, μετατρέποντας σε ένα μεγαλειώδες ρέκβιεμ όλη τη μαυρίλα της νοσηρά καταθλιπτικής ψυχής τους. “Dark Are The Veils Of Death”, “Crystal Ball”, “Under The Oak”, “Sorcerer’s Pledge”, επικό κλείσιμο με “Solitude” και τον κόσμο να ουρλιάζει. “I’m sitting here alone in darkness, waiting to be free…”, ένα από τα πιο συναισθηματικά φορτισμένα live του τετραημέρου.
Μετά από ένα απαραίτητο διάλειμμα για φαί και μπύρες, ρίξαμε ένα βλέφαρο στους Architects, που κοπάναγαν στη Mainstage 2. Ένα όμορφο, over-produced show, με κάποια προ-ηχογραφημένα και πεντακάθαρο κρυστάλλινο ήχο, σε σημείο να ακούς μέχρι και την τελευταία νότα, ίσως ο καλύτερος ήχος που είχα ακούσει ως εκείνη τη στιγμή.
Και είχε φτάσει η ώρα για τους KISS. Θυμάμαι τον εαυτό μου ένδεκα – δώδεκα χρονών παιδί, κάπου το ‘83-‘84, με ένα ολοκαίνουργιο στερεοφωνικό συγκρότημα και τον πατέρα μου να κατεβαίνει κέντρο για να αγοράσει ένα-δυο δίσκους να υπάρχουν, για να δοκιμάσουμε το καινούργιο μηχάνημα. Δεν ξέρω ποια δύναμη τον φώτισε και επέστρεψε στο σπίτι κρατώντας το βινύλιο του “Dressed To Kill” και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι δεν είχε ιδέα ποιοι είναι αυτοί οι βαμμένοι τύποι με τα κοστούμια στο εξώφυλλο. Εκείνο που ξέρω, είναι ότι από τη στιγμή που η βελόνα έπεσε πάνω στον δίσκο και μπήκαν οι πρώτες νότες του “Room Service”, οι KISS θα ήταν για μένα η μόνιμη συντροφιά στο μουσικό μου ταξίδι. Όλη αυτή η παράγραφος, είναι ο τρόπος μου να ζητήσω μία τεράστια συγνώμη, αν τυχόν πέσω σε υπερβολές στη συγκεκριμένη “κριτική”, αφού όπως είναι προφανές, είναι αδύνατον να γράψω αντικειμενικά γι’ αυτή τη μπάντα (σ.υ.υ.: ΔΕΝ θέλουμε να είσαι αντικειμενικός! Θέλουμε να το απολαμβάνεις).
Όπως κάθε συναυλία των KISS, έτσι και το show στο Hellfest, ήταν ένα εξαιρετικής ποιότητας οπτικοακουστικό γεγονός, δύο ώρες γεμάτες με μουσική ντυμένη με θεατρικά. Ήταν ο Gene Simmons που έφτυνε φωτιές στο “War Machine”, που ξέρασε αίμα και πέταξε δέκα μέτρα ψηλά για να τραγουδήσει το “God Of Thunder”, κοιτώντας τον κόσμο μ’ αυτό το μοναδικά υπέροχο, υπεροπτικό και δαιμονικό βλέμμα του. Ήταν ο Paul Stanley που λικνίζονταν στο ρυθμό του “Heaven’s On Fire”, χόρεψε, ίδρωσε κι έστειλε φιλιά στην κάμερα και τον κόσμο, τραγουδώντας το “Love Gun” και το “I Was Made For Loving You”. Ήταν ο Tommy Thayer που έβγαζε καπνούς από την κιθάρα του και εκτόξευσε πυροτεχνήματα από το πίσω μέρος της κεφαλής της στο “Cold Gin”. Ήταν ο πολυτάλαντος Eric Singer, με το γατίσιο χαμόγελο και το ασημένιο πιανάκι, που ερωτοτροπούσε νιαουρίζοντας γλυκόλογα στη “Beth”. Ήταν το jam του Paul και του Tommy στο τέλος του “Calling Dr. Love” και το snippet του “Won’t Get Fooled Again” στο τέλος του “Lick it Up”. Ήταν τα πυροτεχνήματα που στροβιλίζονταν στις άκρες των τυμπάνων κατά τη διάρκεια του “Black Diamond”, οι φωτιές και οι εκρήξεις. Ήταν η βροντερή φωνή στο intro, “You wanted the best, you got the best…”, τα λέιζερ, οι υπερυψωμένες εξέδρες, η μπάντα που έκανε είσοδο από τον ουρανό και ξεκίνησε με το “Detroit Rock City”. Ήταν τα υπέροχα γραφικά στις οθόνες, τα εκατομμύρια χαρτάκια στο “Rock ‘n Roll All Nite”, η σπασμένη κιθάρα του Paul Stanley, το αποχαιρετιστήριο μήνυμα “Kiss loves you Hellfest”. Ήταν τα πάντα. Και για μένα, ήταν το ύστατο αντίο στη μπάντα που με μεγάλωσε και που είχα την τύχη και την ευτυχία να απολαύσω δεκαπέντε φορές, μαζί με τη φετινή, να οργώνει τη σκηνή.
Κλείσαμε καταβαίνοντας στην Altar για το set των Katatonia. Τα ατμοσφαιρικά, κυκλοθυμικά mid tempo κομμάτια τους με τις progressive πινελιές, το “Austerity”, το “Birds”, το “My Twin”, το “Old Heart Falls”, όλη αυτή η αλληλουχία των μελαγχολικών ήχων των Σουηδών, φάνταζαν και ήταν τελικά, το ιδανικό κλείσιμο για την πρώτη μέρα του φεστιβάλ, μία πρώτη μέρα που μας προσέφερε ήδη σχεδόν τα πάντα.
Κείμενα, φωτογραφίες: Πάνος Κορδάτος
0 Comments