Ο Νίκος Αναστασόπουλος ανοίγει την καρδιά του σε μια συνέντευξη γεμάτη ειλικρίνεια και στοχασμό. Μιλά για τους «βρυκόλακες» που τον στοιχειώνουν, την τέχνη της υποκριτικής, τις προκλήσεις και τις συγκινήσεις της θεατρικής σκηνής. Μέσα από τις απαντήσεις του αναδεικνύονται το πάθος και η αφοσίωσή του για το θέατρο, καθώς και η ανάγκη του για συνεχή αναζήτηση και εξέλιξη. Ευχαριστούμε θερμά τον Αντώνη Κοκολάκη και το επιτελείο του, για την πραγματοποίηση αυτής της συνέντευξης.
Οι «βρυκόλακες», κατά τον ‘Ιψεν, συμβολίζουν τα βάρη του παρελθόντος, τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τα μυστικά που στοιχειώνουν τις ζωές των ανθρώπων. Ζούμε σε μια κοινωνία βρικολάκων.. Ποιοι είναι για εσάς οι βρικόλακες;
Οι δικοί μου βρικόλακες είναι τα προσωπικά τραύματα του παρελθόντος, τα «σκοτεινά» εκείνα ερωτηματικά που δεν μου απαντήθηκαν και θα με ακολουθούν για πάντα. Στιγμιότυπα που περνούν κινηματογραφικά από το μυαλό μου και ακόμα με βασανίζουν, είτε από το οικογενειακό είτε από το κοινωνικό περιβάλλον.
Πόσο καιρό πήραν οι πρόβες;
Δύο μήνες ακριβώς.
Πώς προσεγγίσατε τον χαρακτήρα του Ένγκστραντ στο έργο και γιατί;
Κατά αρχάς είναι ο χαρακτήρας πρόκληση για τον ηθοποιό, που δίνει τη δυνατότητα να «κτίσει» κάτι σημαντικό και ουσιαστικό για τη δομή του έργου. Είναι τα πολλά επίπεδα στα οποία κινείται ο χαρακτήρας, τα «επικίνδυνα» μονοπάτια που καλείται να βαδίσει για να προσεγγίσει τον ρόλο και ο συνδετικός κρίκος με τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Η αναφορά μου για τη μετέπειτα έρευνα και καταγραφή στοιχείων, σε συνεργασία με τη σκηνοθέτη μου, ήταν σε υπαρκτά πρόσωπα. Ιστορικά, λογοτεχνικά και πολιτικά. Της καθημερινότητας.

Ποιες οι αντιδράσεις των θεατών μετά το τέλος της παράστασης;
Είναι κάτι το συγκλονιστικό, διότι ένα έργο, γραμμένο πριν εκατόν σαράντα περίπου χρόνια, έρχεται και αγγίζει τον σημερινό θεατή και τον βρίσκει αντιμέτωπο με μια πραγματικότητα που δεν θέλει ή δεν είναι έτοιμος να αποδεχθεί. Πρακτικά ή ξεσπάει αμέσως σε πολλαπλά χειροκροτήματα και με πολλά μπράβο ή η επικράτηση σιωπής λίγων δευτερολέπτων καταλήγει σε κάλεσμα του θιάσου στη σκηνή με δυνατό και συνεχές χειροκρότημα. Το πιο συγκινητικό και εκεί είναι η επιβράβευσή μας. Είναι όταν σε περιμένουν στο τέλος της παράστασης και θέλουν να μοιραστούν αντίστοιχες εμπειρίες μαζί σου. Το πιο σημαντικό, που θέλω να τονιστεί, είναι η παρουσία της νεολαίας.
Πώς προετοιμάζεστε για έναν καινούριο ρόλο; Έχετε κάποια συγκεκριμένη τεχνική ή ακόμα και ρουτίνα;
Περνώντας τα χρόνια, σαράντα πέντε πια, έχω εξοικειωθεί με ίδιες διαδρομές. Δηλαδή περιμένω να ακούσω το έργο, την εποχή, το πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι και σαφέστατα τον ρόλο-χαρακτήρα. Επιπλέον τους συνεργάτες – ίσως το πιο σημαντικό – γιατί με αυτούς θα μοιραστώ το ταξίδι. Αμέσως αρχίζουν οι αναφορές μου και η προσωπική μου έρευνα για την καλύτερη απόδοση του ρόλου. Αυτό που με κινητοποιεί είναι το μεγάλο ερωτηματικό… γιατί αυτή η επιλογή σήμερα, τι προσφέρει, πού απευθύνεται.
Υπάρχει κάποιος ρόλος που σας έχει σημαδέψει περισσότερο από όλους τους άλλους;
Δεν θα ήθελα να μπω στη διαδικασία να ξεχωρίσω κάποιον ρόλο, διότι σχεδόν με όλους, μικρούς και μεγάλους, ακολούθησα σχεδόν την ίδια αντίληψη προσέγγισης. Αυθόρμητα όμως θα αναφερθώ στον «ηθοποιό» από το Μια ζωή θέατρο του Μάμετ και στους πολλαπλούς ρόλους στη Δίκη του Κάφκα.

Ποιες είναι οι διαφορές για σας μεταξύ θεάτρου και κινηματογράφου, όσον αφορά τη σκηνική παρουσία και την ερμηνεία και ποιο από τα δυο είναι για εσάς πιο δυνατό για τον θεατή;
Σίγουρα υπάρχουν μεγάλες και σημαντικές διαφορές. Διαφορετικοί κώδικες επικοινωνίας και ερμηνείας. Ο κινηματογράφος απαιτεί και επιβάλλει πολύ λιτό εκφραστικό παίξιμο σε σχέση με το θέατρο. Είναι πολύ διαφορετικά τα «κλειδιά» λειτουργίας το όλου μηχανισμού κα στα δύο μέσα έκφρασης. Και τα δύο έχουν τη δυναμική τους. Πιστεύω όμως ότι η διαφοροποίηση έγκειται στη σκηνοθετική πρόταση-ματιά. Στον κινηματογράφο μένει η «στιγμή», το «κάδρο». Ενώ στο θέατρο μπορείς να δεις διαφορετικά την εξέλιξη του ρόλου. Τόσο η σκηνική παρουσία, όσο και η ερμηνεία, είναι εξίσου δυνατές και σημαντικές για ένα άρτιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Ποια είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση που σας δίνει η υποκριτική;
Κατά αρχάς η άμεση επικοινωνία με τον κόσμο. Η καθημερινή έκθεση από σκηνής ή από άλλο μέσο, ο έλεγχος συναισθημάτων και βέβαια η ικανοποίηση που αντλείς όταν ο στόχος επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό και συνειδητοποιείς ότι έχεις συμβάλλει και εσύ στη δημιουργία πολιτισμού.
Κουβαλάτε μια εμπειρία χρόνων… Ποια θα ήταν η συμβουλή που θα δίνατε σε έναν νέο ηθοποιό;
Να μπορεί να απαντήσει γιατί επέλεξε να γίνει ηθοποιός και πόσο συνειδητή είναι η απόφαση αυτή. Καθότι αυτή η επιλογή απαιτεί «γερό στομάχι», καθημερινή δουλειά, άσκηση, μελέτη και βέβαια να έχει ξορκίσει τους βρικόλακές του. Το θέατρο και η τέχνη θέλουν υγιείς ανθρώπους. Ουσιαστικά… δουλειά, δουλειά, δουλειά. Αυτό καλείται ταλέντο.
Μαίρη Ζαρακοβίτη
Επιμέλεια: Κώστας Κούλης
0 Comments