6949256666 press@keysmash.gr

Θα μιλήσουμε αργότερα… NOT!

keysmash powered by dycode

Είχα να δω τον Βαγγέλη πολύ καιρό. Για την ακρίβεια, από τότε που τον είχαμε φιλοξενήσει για συνέντευξη. Στα αρχικά του πατήματα τότε ο Βαγγέλης, την πάλευε με τον πρώτο δίσκο του, την πάλευε για LiVE εμφανίσεις και βίντεο και ήταν συνέχεια στο τρέξιμο. O Κίμωνας είχε ανεβάσει τα νέα της μπάντας του Βαγγέλη στο περιοδικό, στη συνέχεια βρεθήκαμε στην προ-ακρόαση, είχε παρουσιάσει το άλμπουμ και μετά κάλυψε την πρώτη τους εμφάνιση στη σκηνή. Είχαμε πάει το συγκρότημα σε ένα ωραίο Ροκάδικο για συνέντευξη, με δυο φωτογράφους και ο Βαγγέλης μας είχε κατασυμπαθήσει. «Να τα πούμε και εκτός όλων αυτών, παιδιά». Και βρεθήκαμε για μπύρα και κουβέντα. Και καραγούσταρε…

denthamilisoume2414

«Μάνια; Τι κάνεις, ψυχή μου»; Πάντα ευγενής και διαχυτικός ο Βαγγέλης. Και την αγκαλιά του εισέπραξα και φιλάκι στο μάγουλο και κάπως χαμογέλασε η μέρα. Μιλήσαμε για λίγο. «Ο Κίμων; Τι κάνει; Πήζει, ε»; Τον κοίταξα με όλη μου τη συμπάθεια και κατανόηση. Το σκέφτηκα δυο φορές πριν μιλήσω. Δεν άντεξα. «Τα έχει παρατήσει όλα, Βαγγέλη μου. Δυστυχώς. Είναι τρεις μήνες τώρα που δεν ασχολείται με τίποτα». Και η ολιγόλεπτη κουβέντα στο κέντρο της Αθήνας έγινε καφές. «Δεν έχεις να πας πουθενά. Όλα θα μου τα πεις». Και ο καφές στη συνέχεια έγινε ζύθος. Δεν πίστευε στα αυτιά του.

«Καλά… Όλα; Και το περιοδικό και το συγκρότημα και την εκπομπή και όλα; Θα τρελαθώ, ρε μάγκα μου! Τι έπαθε; Στα καλά καθούμενα; Τι συνέβη»;

Δεν ήθελα να του πω τίποτα. Όπως δεν έλεγα και σε πολύ κόσμο. Με έβλεπαν σε θέατρα, σε συναυλίες, σε διάφορες εκδηλώσεις και με ρωτούσαν. Απαντούσα ότι «Απόψε κάτι του έτυχε. Έχω έλθει μόνη μου». Κάποια στιγμή σκέφτηκα να το διασκεδάσω όλο αυτό. «Τι, εγώ δεν σας κάνω»; Οι γνωστοί, οι φίλοι και οι συνεργάτες με κοιτούσαν σχεδόν εξεταστικά. Μπορεί και… όχι, δεν θέλω να το πω αυτό. Με κοιτούσαν και μόρφαζαν με περίεργο τρόπο. Ιδίως εκείνοι και εκείνες που τον ήξεραν καλύτερα. Ένα από τα πιο ενεργά παιδιά στον χώρο, πρακτικά ο μέντοράς μου στο περιοδικό και από τις καλύτερες παρέες. Δεν υπήρχε μέρα που να μην πάμε κάπου μαζί και να μην γελάσω τόσο δυνατά ώστε να φοβάμαι μην παρεξηγηθώ. Δεν υπήρχε δυσκολία που να μην τον πάρω τηλέφωνο και να μην κάτσει να ασχοληθεί και να βοηθήσει. Όταν βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, ήμουν στο παρά πέντε να βάλω τα κλάματα από χαρά και συγκίνηση. Και τώρα… Πρέπει να πω ξανά την γαμωιστορία αυτή. Και μάλιστα σε ένα καλό παιδί που γνωρίζω πολύ λίγο καιρό και που δεν μου φταίει σε τίποτα να ακούει τέτοια άραχλα περιστατικά…

«Ξαφνικά, Βαγγέλη μου… Του έστειλα ένα μήνυμα ένα βράδυ, για ένα τυπικό θέμα για το περιοδικό. Δεν απάντησε. Το τσέκαρα ότι το είδε, αλλά δεν θορυβήθηκα. Σκέφτηκα ότι μπορεί να ήταν κουρασμένος ή κάτι τέτοιο. Τον πήρα τηλέφωνο την επομένη. Δεν σήκωσε. Ξαναδοκίμασα τη μεθεπόμενη. Τίποτα. Πήγε ο νους μου κατευθείαν στο κακό. Τι σκατά; Ο Κίμων; Που μιλάγαμε κάθε μέρα στο τηλέφωνο τρεις και τέσσερις φορές; Μπήκα στο facebook και του ξανάστειλα μήνυμα. Και είδα στη σελίδα του πως δεν είχε κάνει τίποτα από εκείνη την ημέρα. Πέρασαν άλλες δυο μέρες. Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο»…

– Μάνια μου…

– Τι είναι, ρε ψυχή μου; Όλα καλά. Συμβαίνει κάτι; Σε καλώ εδώ και μέρες. Γιατί δεν απαντάς;

– Είμαι καλά. Απλά ήθελα να σου πω…

– Με το άρθρο που μου έλεγες… Τι έγινε τελικά; Και δεν βλέπω δημοσιεύσεις. Κάνεις κάτι άλλο; Τρέχεις με τον καινούργιο δίσκο; Τι παίζει;

– ΔΕΝ παίζει, κορίτσι μου.

– Κίμων; Τι…;

– Μάνια μου… τίτλοι τέλους.

«Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Τον παρακάλεσα να μου πει ότι αστειεύεται. Περίμενα από στιγμή σε στιγμή να μου πει ότι μου κάνει πλάκα, όπως τότε που τον έπαιρνα τηλέφωνο και τον ρωτούσα πού βρίσκεται και ότι ξεκινάει η παράσταση σε πέντε λεπτά και εκείνος μου έλεγε ότι είναι μακριά για να με αγχώσει και πάνω που τσίμπαγα, τον έβλεπα να μου κουνά το χέρι, πέντε μέτρα μακριά. Αλλά τίποτα. Του είπα ότι πρέπει να ιδωθούμε. Ότι πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσουμε. Ήθελε να το αποφύγει. Δεν κατάφερα να τον πείσω. Όλοι στο περιοδικό φρίκαραν. Χωρίς εκείνον πως θα το τρέχαμε; Και αυτό ήταν μόνο η αρχή».

Ο Βαγγέλης κοίταξε τη μπύρα του. Την έκανε πέρα από μπροστά του. Φώναξε την κοπέλα του service. «Θα μπορούσα να έχω ένα καφέ; Σκέτο, ελληνικό, παρακαλώ». Παρέμεινε αμίλητος μέχρι να έλθει ο καφές. Πήγα να το αμβλύνω, αλλά δεν μου έβγαινε με τίποτα. Όταν τράβηξε την πρώτη ρουφηξιά, με ξανακοίταξε. «Να παραγγείλω και παξιμαδάκια»;

Συνέχισα. «Πήρε τηλέφωνο τα παιδιά στο συγκρότημα. Τους είπε ότι τα παρατάει. Τέρμα και η μουσική για εκείνον. Με πήραν πίσω αποσβολωμένοι. Ένας ένας και όλοι τους. Δεν ήξερα τι να πω. Μετά έμαθα ότι ακύρωσε και όλες τις εκπομπές του και ήταν κλεισμένος μέχρι το τέλος του χρόνου. Και αυτό ήταν. Τέρμα τα τηλέφωνα, τέρμα η επαφή. Δοκίμασα μερικές φορές πριν το αφήσω στη μοίρα του το πράγμα. Όποτε το σήκωνε μου έλεγε «Δεν είναι καλή ώρα. Θα μιλήσουμε αργότερα. Σε αγαπώ, να προσέχεις».

Χαιρετήθηκα με τον Βαγγέλη και τράβηξε ο καθένας το δρόμο του. «Να δοκιμάσω να τον καλέσω κι εγώ;» μου είπε πριν χωρίσουμε. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. Ήξερα τι θα γίνει, αλλά η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Αν και δεν τα είχα πει όλα στον φίλο μας. Δεν του είχα πει ότι είχα συναντήσει τον Κίμωνα τυχαία στο μετρό. Γυρνούσε από επαγγελματικό ραντεβού και εγώ από το γραφείο. Με τα χίλια ζόρια τον έπεισα να έλθει σπίτι για να τα πούμε. Ήταν απίστευτα κουμπωμένος. Δεν είχε αλλάξει κάτι πάνω του, αλλά ένιωθα ότι σιγόβραζε…

Έκατσε απέναντί μου και με κοίταξε με απέραντη αγάπη. «Μάνια μου. Κοριτσάκι μου. Νταλκά μου». Έτσι με έλεγε συνήθως. Καλά, είχε και μία τάση να μου σούρνει διάφορα, όπως «Κάμπια, σιτεμένη, ντιβανοκασέλα» και λοιπά χαριτωμένα, αλλά έτσι όπως μου τα πετούσε, με έκανε να γελάω περισσότερο. Του ετοίμασα μια ζεστή σοκολάτα. Δεν τον ρώτησα καν. Τα ξέρω τα γούστα του. Έπιασε την κούπα με τα δυο του χέρια. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα. «Τι κάνεις, μάτια μου; Όλα καλά»; Θα με τρελάνει τώρα; Λες και δεν έχει συμβεί τίποτα… Πήγα να ανάψω τσιγάρο και μόλις το έβγαλα από το πακέτο, το διέλυσα με τα δάχτυλά μου. Το πέταξα και του φώναξα. «Τι έπαθες μωρέ; Τι έκανες; Έδωσες μια κλωτσιά και τα κατέστρεψες όλα»; Άρχισα να τρέμω… Μου έτρεχαν δάκρυα από την τσαντίλα… Σηκώθηκε από κει που καθόταν, προσπάθησε να έλθει κοντά μου. «Άσε με ήσυχη! Μου είχες υποσχεθεί ότι πάντα θα με προστάτευες. Ότι πάντα θα με φρόντιζες. Και εγώ σου είχα πει σε ανύποπτο χρόνο πως θα είμαι δίπλα σου, θέλεις δε θέλεις. Τι σ’ έπιασε»;

Οι σκέψεις μου διακόπηκαν από το τηλεφώνημα του Βαγγέλη. «Τον κάλεσα. Μου είπε πως δεν είναι καλή ώρα. Και μου είπε ότι μ’ αγαπά και μου ζήτησε να προσέχω»…

Κώστας Κούλης

Please follow and like us:
Facebook
Twitter
Youtube
Instagram
LinkedIn

1 Comment

Submit a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *