6949256666 press@keysmash.gr

Τρώμε, παιδιά – Συνέντευξη με τον Σταύρο Μόσχη

keysmash powered by dycode

Η παράσταση “Τρώμε, παιδιά”, που παρουσιάζεται στο Θέατρο 104, αποτελεί μια διεισδυτική ματιά στην ελληνική οικογένεια, έναν χώρο γεμάτο αντιθέσεις – άλλοτε ζεστό και παρηγορητικό, άλλοτε πεδίο έντασης και συγκρούσεων. Είχαμε την τιμή και τη χαρά να συνομιλήσουμε με τον Σταύρο Μόσχη, ο οποίος μοιράστηκε μαζί μας τις σκέψεις του για την παράσταση, τη δυναμική του θεάτρου και τις προκλήσεις της ελληνικής οικογένειας. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Ράνια Παπαδοπούλου, για τον συντονισμό τη συνέντευξης και τη σημαντική βοήθειά της στην επίτευξής της.

Πώς έγινε η επαφή με το συγκεκριμένο έργο;

Η επαφή, αρχικά, έγινε περισσότερο με την ιδέα της συνύπαρξης της οικογένειας γύρω από το οικογενειακό τραπέζι και όσα μπορούν να συμβούν σ’ αυτό. Γιατί, άλλοτε, μοιάζει με αυτό που φανταζόμαστε ως Κυριακή του Πάσχα κι άλλοτε πάλι με αρένα… Κι έτσι ξεκινήσαμε να ψάχνουμε, μέσα απ’ τις πρόβες, το υλικό με το οποίο θα φτιαχτεί αυτή η παράσταση.

Πόσο καιρό κράτησαν οι πρόβες;

Οι πρόβες ξεκίνησαν την Άνοιξη του 2024, καθώς η παράσταση παίχτηκε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ της Ανοιχτής Σκηνής της πόλης. Γι’ αυτό, για το ανέβασμα της στην Αθήνα, οι πρόβες διήρκησαν λιγότερο.

Πώς ήταν η συνεργασία με τους υπόλοιπους ηθοποιούς που συμμετέχουν;

Θα ήθελα να γράψω κάτι αστείο, αλλά ας με κερδίσει το συναίσθημα. Με την ομάδα Dulcinea, γνωριζόμαστε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, από τη Θεσσαλονίκη, αρκετά πριν φτάσουμε να κάνουμε την παράσταση αυτή. Είμαστε και συνεργάτες και φίλοι κι αυτό βοηθάει τα πράγματα να συμβούν. Θα είχε ενδιαφέρον, βέβαια, να απαντήσουν αυτή την ερώτηση κι εκείνοι, γιατί θα ήθελα να δω κάποια πράγματα.

Πώς ερμηνεύετε τον συμβολισμό του «μεταιχμιακού τόπου»; Πώς νομίζετε ότι επηρεάζει τα παιδιά-χαρακτήρες, που βρίσκονται εκεί μετά τον θάνατό τους;

Η αλήθεια είναι πως αυτός ο τόπος που συνιστά το «μετά», είναι κάτι που με κάνει να αναρωτιέμαι και προσωπικά, αρκετά συχνά. Κι αυτό είναι ένα σημείο που με συγκινεί στην παράσταση αυτή. Στη δική μας κατασκευή, μάλλον είναι ένα περίεργο μέρος, συχνά αχαρακτήριστο, κατά τη γνώμη μου, το οποίο τα πρόσωπα δεν έχουν και πολύ χρόνο ή και αρκετή ψυχραιμία να εξερευνήσουν. Τα πρόσωπα όταν θα βρεθούν εκεί, θα περάσουν από πολλά περισσότερα απ’ όσα πίστευαν κι ίσως συχνά, απ’ όσα αντέχουν. Στο μέρος αυτό, θα βρουν ένα πρόσωπο, που ‘ναι ίσως κι αυτό ένα παιδί, που βρίσκεται εκεί πολύ νωρίτερα από εκείνα κι έχει, μ’ έναν τρόπο, περάσει απ’ αυτό το στάδιο που θε περάσουν αυτά τα παιδιά τώρα. Τελικά όμως, αυτό με το οποίο έρχονται αντιμέτωπα όλα τους και τους επηρεάζει περισσότερο, είναι αυτό που το καθένα, «πονάει» πιο πολύ.

Ποια είναι η υπαρξιακή αγωνία που βιώνει ο χαρακτήρας σας; Πώς συνδέεται αυτή με τη σχέση του με την οικογένεια και τις προσδοκίες της;

Ο δικός μου χαρακτήρας είναι ένας περίεργος τύπος, που βρίσκεται στο μέρος αυτό πολύ πριν εμφανιστούν κι οι υπόλοιποι χαρακτήρες. Φαίνεται να διασκεδάζει με τις αγωνίες και τα πάθη των άλλων κι ακόμη – καμιά φορά –  να μην έχει δικά του. Όμως, παρόλα αυτά, είναι κι αυτό ένα παιδί που αποκαλύπτεται πως η δική του αγωνία σχετίζεται με τη μοναξιά. Κι ίσως γι’ αυτό δείχνει να διασκεδάζει τόσο και χαίρεται άλλο τόσο όταν εμφανιστούν τα τρία παιδιά κοντά του. Όσον αφορά στη σύνδεση της αγωνίας του με την οικογένεια, είναι καθαρό πως το πρόσωπο αυτό δεν ξεπέρασε ποτέ το ότι έφυγε από το σπίτι του, δε συνήθισε μάλλον την ενήλικη ζωή του, θα ήθελε να έχει μείνει παιδί κι ίσως να το επιδίωξε κιόλας όσο μπόρεσε κι αυτό είναι που τον κάνει να ρωτήσει απ’ αυτό το άλλο μέρος «Μαμά, πειράζει που θα ήθελα να φάμε μια Κυριακή μεσημέρι, όλοι μαζί, όπως όταν ήμουν παιδί»;

Το έργο φαίνεται να αναδεικνύει τη σύγκρουση ανάμεσα στο τι θέλουν οι γονείς και τι θέλουν τα παιδιά για τον εαυτό τους. Ποια είναι τα πράγματα που θέλει ο χαρακτήρας σας και νιώθει ότι δεν τα κατάφερε;

Έχει να κάνει και με αυτή τη σύγκρουση, αλλά και γενικότερα με το τι θέλουμε εμείς για μας και τι μας αναγκάζει η κοινωνία τελικά να κάνουμε. Γιατί και οι γονείς και τα παιδιά μεγάλωσαν σε μια κοινωνία με στερεότυπα, με «πρέπει» και «μη», με συγκεκριμένες αντιλήψεις κι έτσι η μία οικογένεια μετέφερε συχνά στην άλλη την ίδια εμπειρία και συχνά την ίδια καταπίεση. Μετέφερε το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται ένα αγόρι ή ένα κορίτσι, τι είναι σωστό και τι λάθος, τι επιτρέπεται και τι όχι. Κι εκεί οι γονείς, μέσα σ’ αυτό, προσπάθησαν και προσπαθούν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους και συνεχίζεται η σύγκρουση. Μέσα σ’ αυτό ο χαρακτήρας μου, μάλλον νιώθει καταπιεσμένος και αδικημένος που έπρεπε να συμβαδίσει συχνά σε πράγματα που δεν ήθελε.

Πώς προετοιμάζεστε συναισθηματικά και σωματικά πριν από μια παράσταση;

Μου αρέσει συνήθως να περπατάω από το σπίτι στο θέατρο κι εκεί, μαζί με την ομάδα να κάνουμε το ζέσταμά μας, όλοι μαζί, να γελάσουμε αφού τα πούμε λιγάκι, και να συγκεντρωθούμε, το καθένα, όπως του χρειάζεται.

Πώς αντιμετωπίζετε την πίεση της ζωντανής παράστασης και των αντιδράσεων του κοινού;

Θεωρώ πως αυτό είναι που απολαμβάνουμε σε μια παράσταση. Το γεγονός ότι είναι ζωντανή και οι άνθρωποι αντιδρούν. Κι ακόμα, ότι κάθε επόμενη παράσταση έχει διαφορετικές αντιδράσεις. Τουλάχιστον, προσωπικά, μου δημιουργεί το αίσθημα μιας πληρότητας, όταν το κοινό ανταποκριθεί σ’ αυτό που έχουμε φτιάξει. Είτε γελάσει, είτε συγκινηθεί και το εισπράττουμε εκείνες τις στιγμές, κάτι παίρνουμε κι εμείς από αυτό. 

Τι είναι για σας το θέατρο;

Δεν ξέρω. Αλλά ξέρω να πω τι είναι θέατρο για τον μικρό Σταύρο, όταν πήγαινε στο δημοτικό και το ονειρευόταν. Είναι ένα μέρος με πολύ κόσμο και πολλά φώτα και μυρίζει ωραία και κάποιοι άνθρωποι λένε ιστορίες, άλλες φορές λυπητερές και άλλες φορές χαρούμενες και κάποιοι άλλοι άνθρωποι έρχονται για να ακούσουν τις ιστορίες και γελάνε δυνατά και κλαίνε και χαίρονται και φεύγουν μιλώντας δυνατά.

Πιστεύεται ότι η τέχνη να μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στην κοινωνία;

Και το πιστεύω και θέλω να είμαι μέρος αυτής της τέχνης που έχει επίδραση και μετακινεί, είτε σε επίπεδο σκέψης, είτε σε πρακτικό επίπεδο. Όπως προτιμώ τα λόγια που μας πηγαίνουν παρακάτω, έτσι προτιμώ χίλιες φορές την τέχνη που μας φωτίζει τον δρόμο.

Μαίρη Ζαρακοβίτη

Please follow and like us:
Facebook
Twitter
Youtube
Instagram
LinkedIn

0 Comments