Ήταν μια από εκείνες τις παραστάσεις που μπορούν να μεταμορφώσουν την πιο κουραστική μέρα της εβδομάδας σε μια βραδιά γεμάτη γέλιο και καλή διάθεση. Προσωπικά, γέλασα πολύ και θαύμασα το ταλέντο όλου του θιάσου.

Ήταν μια από εκείνες τις παραστάσεις που μπορούν να μεταμορφώσουν την πιο κουραστική μέρα της εβδομάδας σε μια βραδιά γεμάτη γέλιο και καλή διάθεση. Προσωπικά, γέλασα πολύ και θαύμασα το ταλέντο όλου του θιάσου.
Ο Γιώργης Κοντοπόδης δεν «παίζει» τον Χαλεπά. Γίνεται ο Χαλεπάς. Μπαίνει στη δίνη του νου του με τόση αφοσίωση, που ο θεατής σχεδόν φοβάται μήπως χαθεί κι ο ίδιος εκεί μέσα. Πώς δεν χάνεται πάνω στην ορμή των λόγων του; Πώς κατορθώνει να κρατήσει ζωντανό το νήμα της λογικής, την ώρα που το βλέμμα του βυθίζεται στην άβυσσο;
Η ματιά του Κιμούλη δεν χαρίζεται στον θεατή. Τον κοιτά κατάματα και τον προκαλεί να σταθεί απέναντι σε όσα προτιμά να ξεχνά. Δεν είναι εύκολη, δεν είναι “ευχάριστη”, είναι όμως αληθινή. Και αυτή η αλήθεια καίει, όσο και φωτίζει.
Για δύο ώρες ακριβώς, οι θεατές παρασύρονται σε μια αφήγηση που ορμά μπροστά, μα την ίδια στιγμή σκαλώνει σε λούπες. Παρόλο που δεν διαφαίνεται κάποια αίσθηση σχεδιασμού, τα γεγονότα κατατείνουν σχεδόν νομοτελειακά στο φινάλε. Η τραγικότητα του έργου έγκειται ακριβώς στην ανυπέρβλητη φύση του.
Μεταξύ μίας αγκαλιάς και οτιδήποτε άλλου, πάντα να επιλέγετε την αγκαλιά.
Αρθρωμένη γύρω από μια ραχοκοκαλιά διπολικών όρων (π.χ., σκοτάδι- φως), γύρω από τη μοναξιά και τη μοναχικότητα, η παράσταση μυεί τους θεατές σε μια πρωτόγνωρη συνθήκη, όπου οι άγνωστοι γίνονται συνομιλητές και η ατμόσφαιρα φορτίζεται από μια νοσταλγική αίσθηση οικειότητας.
Το έργο της Μάρτα Μπουτσάκα είναι ζωντανό, είναι θορυβώδες… Από την άλλη μεριά… ενώ εισχωρεί αθόρυβα στο μυαλό, κάνοντας τις σκέψεις μας να παίρνουν φωτιά, καταφέρνει να μας γυρίζει τη ματιά και τη θεώρηση προς τον θόρυβο του πράγματος. Το χιούμορ και η υπερβολή είναι απλώς ένα περιτύλιγμα. Δυο πινελιές αποσυμφόρησης.
Στο τέλος της παράστασης το χειροκρότημα ήταν ατελείωτο! Τα μπράβο ηχούσαν στην ακουστική του θεάτρου. Και κάπου εκεί κατεβαίνει ο μαέστρος από τη θέση του, πάει στο πλάι για να ανέβει στη σκηνή και μαζί με τους δύο πρωταγωνιστές ξεδιπλώνουν μια σημαία της Ουκρανίας!
Ο Γιώργος Κιμούλης, ο Γιώργος για όλο το κατάμεστο θέατρο, που ζητωκραύγασε «μπράβο» στο τέλος της παράστασης, που κατέχει τον κεντρικό ρόλο και τη σκηνοθετική ματιά, άρτια, ταπεινά με σεβασμό στο κοινό του. Κάθε φορά που βλέπω τον Κιμούλη στο θέατρο, νιώθω την ίδια έλξη για την υποκριτική του δεινότητα, τη λεπτότητα και την αφοσίωση με την οποία προσεγγίζει κάθε ρόλο.
Όλο το σκηνικό θυμίζει κάτι από “One” των Metallica ή από “Another Brick In The Wall, Pt. 2” των Floyd (και όχι του άθλιου Waters), ιδίως με εκείνον τον προβολέα που «υποδύεται» το ελικόπτερο. Τρομερό μπάσιμο, με την υπογραφή του κυρίου Θέμη Μαμουλίδη, ο οποίος σκηνοθέτησε το έργο με σαφή διάθεση να τιμήσει το θεόρατο κείμενο του ακόμα πιο θεόρατου Σοφοκλή.
Θα ήθελα να πάει σεζόν αυτή η παράσταση. Θα ήθελα να φιλοξενηθεί σε μία στέγη για τους μήνες που έπονται. Είναι ένα κείμενο που εξιτάρει και έχει γίνει μία παράσταση που προβληματίζει. Πόσο κακό κάνει η έπαρση στον άνθρωπο; Είναι όντως το μέτρο της βλακείας; Και τι κάνει τη διαφορά, όταν πρόκειται για την επιβίωση του ισχυρότερου, χωρίς καν να συντρέχει τέτοιος λόγος;
Ο Αιμίλιος Χειλάκης είναι συγκλονιστικός, γεμίζει τον χώρο με το ταλέντο του. Σε κεντρίζει, σε παγώνει, σε ταλανίζει. Γίνεται η Οφηλία, η Γερτρούδη, ο Κλαύδιος, ο Πολώνιος και φυσικά γίνεται ο Άμλετ του τότε και του τώρα. Καταφέρνει να δώσει μια γερή μπουνιά στο στομάχι μας. Να αφυπνίσει, να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά του σήμερα, παίζοντας ένα έργο που γράφτηκε τετρακόσια χρόνια πριν. Πόσο δυσοίωνο ακούγεται… Πόσο θλιβερό…
Η Λένα Παπαληγούρα στο ρόλο της Αντιγόνης διαθέτει μια καταγγελτική ορμή που εντυπωσιάζει. Ο Μελέτης Ηλίας στον ρόλο του Κρέοντα σμιλεύει προσεχτικά την εικόνα μιας εξουσιαστικής φιγούρας που εργαλειοποιεί τον φόβο, για να διασώσει την αυθεντία της. Ο Μιχάλης Οικονόμου, στον νευραλγικό ρόλο του φύλακα, αποδίδει έξοχα την ηθική τρικυμία ανάμεσα στο σωστό και το άδικο, ενώ η Λίλα Μπακλέση ενσαρκώνει πιστά το εύθραυστο σθένος της Ισμήνης.
Μουσική, τραγούδι και θέαμα στα καλύτερά τους. Αποσπάσματα της καθημερινότητάς μας στην κόψη του ξυραφιού. Όσα αγαπάμε και όσα μισούμε, όσα μας απελπίζουν και όσα μας δίνουν ελπίδα, όλα σε μια θεατρική μονοδόση της τραγελαφικής ζωής μας.
Αν με ρωτούσε κανείς τι συγκράτησα πιο έντονα από τον «Φιλοκτήτη», θα απαντούσα την αλληλεγγύη που οφείλει να διατρέχει τον πυρήνα κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Όπως πολύ εύστοχα έθεσε ο Σοφοκλής, προτού καν εφεύρουμε την έννοια της ενσυναίσθησης, όταν η ευτυχία επισκέπτεται τους ανθρώπους, εκείνοι οφείλουν να θυμούνται τους δυστυχείς και τους πονεμένους. Μόνο έτσι έχει νόημα ο ανθρώπινος βίος. Μόνο έτσι αξίζουμε να λεγόμαστε άνθρωποι.
«Γάμος», «Η αρκούδα», «Πρόταση γάμου», «Η επέτειος». Τέσσερα μονόπρακτα, τέσσερις προκλήσεις. Οι ηθοποιοί ανέλαβαν να μεταφέρουν τα αθάνατα κείμενα στο κοινό και τα κατάφεραν περίφημα. Καταρχάς, δεν σταματήσαμε να γελάμε. Κατά δεύτερον, δεν σταματήσαμε να γελάμε. Και κατά τρίτον… πολύ καλά το καταλάβατε!
Δίπλα της η κυρία Κατερίνα Χάσκα και ο κύριος Αγκ Απολλονί, ο συγγραφέας του βιβλίου που έγινε παράσταση και καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Κοσόβου. «Ένα κλαδί ελπίδας, ένα κλαδί φλόγας». Η κυρία Γιώτα Κουνδουράκη πατά πάνω εκεί, γράφει ένα εκπληκτικό κείμενο και το σκηνοθετεί με οξύνοια, ψυχή και καλλιτεχνικό οίστρο.
Ρεσιτάλ ερμηνείας από τους κυρίους Θανάση Τσαλταμπάση, Ζήση Ρούμπο, Αργύρη Αγγέλου (μας ξετρέλανε η δρακουλίστικη/ιρμαβέπικη χροιά του), Στράτο Λύκο, Γιώργο Χατζή, Βαγγέλη Πιτσιλό και τις κυρίες Κατερίνα Σούσουλα και Παρθένα Χοροζίδου. Οι οποίοι κύριοι και οι οποίες κυρίες θα πρέπει να είναι τα κορυφαία τρελοκομεία στον πλανήτη, όση ώρα κρατά η παράσταση.
Η Πωλίνα Μαρκάκη υποδύεται μια Ιοκάστη που είναι ταυτόχρονα και Εύα, δίχως να αφήνει καμία χαραμάδα αμφιβολίας για την ερμηνευτική της δεινότητα. Παίζει με τόση αυθεντικότητα, που σου έρχεται να σηκωθείς απ’ τη θέση σου και να την αγκαλιάσεις. Ο Ουσίκ Χανικιάν παραδίδει στο κοινό ψυχή τε και σώματι, μεταπηδώντας από τον ρόλο του πατέρα στου γιου δίχως να τον πιάνει ίλιγγος. Η χημεία μεταξύ των δύο είναι απίστευτη, ενώ η λιτότητα των σκηνικών τους επιτρέπει να γεμίζουν τον χώρο αποκλειστικά με τις ερμηνείες τους.
Η κυρία Αναστασία Ρεβή στέκεται απέναντί μας, ως Λασκαρίνα. Και μας σερβίρει τον απόλυτο μονόλογο για τούτη και για την επόμενη χρονιά! Γιατί θα πάει και την επόμενη, έτσι δεν είναι; Όχι, μην μου το χαλάτε. Να πάει! Είναι εκπληκτική, είναι συγκινητική, είναι υπέροχη, είναι φωτιά και ατσάλι, είναι η μάνα όλων όσων την παρακολουθούν.
Η κυρία Ιόλη Ανδρεάδη σκηνοθετεί ένα από τα μεγαλύτερα έργα όλων των εποχών. Αθάνατο το κείμενο, εκπληκτική η διασκευή (δική της και του πανταχού παρόντα Άρη Ασπρούλη) και μερικά νοήματα που θα ήταν καλό να διδάσκονται στα σχολεία πέντε φορές την εβδομάδα και άλλες τόσες – και περισσότερες – στα σπίτια.
Μα πόσο ταλαντούχα πλάσματα εμφανίστηκαν στη σκηνή με τις κατάμαυρες κουρτίνες ολόγυρα και με συνοδεία μόνο των φώτων; Η Αλεξάνδρα Ζώη μας καλωσόρισε από την είσοδο του θεάτρου και μας χώρισε σε ομαδούλες να μάθουμε τη μοίρα μας και το ριζικό μας από τα…
Η παράσταση θα σας αρπάξει από τα μούτρα. Ίσως στην αρχή να έχετε πάρα πολλές απορίες για το τι πραγματικά συμβαίνει μπροστά σας. Όσο όμως το κουβάρι ξετυλίγεται, μπαίνετε σε μια δίνη που δεν έχει επιστροφή. Το κείμενο του Ανδρέα Κεντζού είναι πολύ δυνατό, η σκηνοθεσία του Δημήτρη Γεωργαλά το απογειώνει.
Δεν ξέρω ποιος είχε την ιδέα για αυτή την παράσταση. Θα πρέπει όμως να εξάρω το θάρρος και το θράσος του. Σίγουρα η Βαρντάλος έχει μεγάλο καλλιτεχνικό εκτόπισμα και ειδικό βάρος και είναι ιδιαίτερα αγαπητή στο ελληνικό κοινό, αλλά αυτό είναι κάτι πρωτότυπο και εμπεριέχει μεγάλο ποσοστό ρίσκου. Και αν κρίνω από την παρουσία του κόσμου στην πρεμιέρα… Το ρίσκο έπιασε τόπο!
Οι ερμηνείες των Τζωρτζίνας Δαλιάνη και Καλλιρόης Μυριαγκού είναι καθηλωτικές. Με μια εξαιρετική ισορροπία μεταξύ έντασης και εσωτερικότητας, οι δύο ηθοποιοί μάς οδηγούν σε μια βιωματική εμπειρία μοναξιάς και υπαρξιακής αγωνίας, κρατώντας μας σε μια σιωπή που τελικά γίνεται κραυγή.
Ο κύριος Γιώργης Κοντοπόδης… Τώρα τι να πω γι’ αυτόν τον καλλιτέχνη. Όπου τον έχω δει, είναι τουλάχιστον εξαιρετικός. Και σε αυτή την παράσταση φροντίζει να εμπεδώσουμε γιατί μας αρέσει τόσο πολύ ο τρόπος του. Γιατί παίζει σαν να ζει. Γιατί η τεχνική του είναι πάνω από την τέχνη του.
Η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκέλλου ακολουθεί μια λιτή, σχεδόν τελετουργική γραμμή, με κεντρικό άξονα τον λόγο. Τρεις ηθοποιοί-αφηγητές, ανεβαίνουν ο καθένας τους σε ένα πόντιουμ και διηγούνται εναλλάξ την ιστορία της Αντζελίνα.
Συνολικά, η «Ταράτσα» είναι μια παράσταση που επιχειρεί να φέρει στο ελληνικό κοινό μια λιγότερο γνωστή πλευρά του Ζαν-Κλοντ Καρριέρ, εστιάζοντας σε σουρεαλιστικές καταστάσεις και διαλόγους που αγγίζουν το παράλογο.
Μάνα είναι μόνο μία. Και αυτή η μάνα είναι ο σούπερ ήρωάς μας, είναι ο τοίχος που δεν αφήνει τίποτα να τον διαβεί, είναι όμως και μία τρυφερή καρδιά, που θέλει ζεστασιά, που έχει ανάγκη και εμάς. Και η απίστευτη αυτή ηθοποιός, κατάφερε και τα πέρασε όλα τούτα στο κοινό της.
Έπαθα σοκ με τον κύριο Φίλιππο Σοφιανό. Τον έχω δει πολλές φορές, σε πολλές παραστάσεις, πολλά χρόνια τώρα. Και είναι πάντα εκπληκτικός. Αλλά αυτό εδώ… Κατάπια τη γλώσσα μου! Είναι απίστευτα ψαρωτικός, είναι απόλυτα επιβλητικός και κάνει μια μπουκιά όλη τη σκηνή, ως πάστορας Μάντερς. Οι κινήσεις του, η ομιλία του, ο τρόπος που κοιτά τον συνομιλητή του… Η χροιά του και η εκφορά του. Τρομερός, τρομερός!
Τρομερό κείμενο! Οι Γάλλοι έχουν μία απίστευτη ιδιαιτερότητα στον τρόπο γραφής, στο πόσο λεπτεπίλεπτα χειρίζονται τον λόγο και στο πόσο εντυπωσιακά αφηγούνται μία ιστορία. Το εκπληκτικό, λοιπόν, κείμενο του Georges de la Fouchardiere πήρε στα χέρια της η κυρία Ισμήνη Δούκα, το μετέφρασε εξίσου εκπληκτικά και από κει και πέρα ανέλαβε η ιδιοφυία που ακούσει στο όνομα Κερασία Σαμαρά. Το έστησε, το σκηνοθέτησε και έφερε μαζί της στη σκηνή μερικούς θαυμάσιους κατατερίστες ηθοποιούς, οι οποίοι έσπειραν, θέρισαν και τσάκισαν!
Ένας μαέστρος, σχεδόν μόνιμα εγκατεστημένος στη θέση του πιανίστα (Πέτρος Μπούρας), που πολλές φορές δεχόταν εντολές να παίξει, μία γυναίκα με υπέροχη φωνή (Μαρία Παπαγεωργίου) και ηλεκτρική κιθάρα και άλλες τρεις γυναίκες (Αναστασία Κατσιναβάκη, Ελεάνα Γεωργούλη, Francesca Diprima), που ακούστηκαν υπέροχα στα αυτιά μας, τραγουδώντας από άριες μέχρι ποπ, χρωματίστηκαν επί σκηνής (στην κυριολεξία), χόρεψαν, αγκαλιάστηκαν και φυσικά αυτοσαρκάστηκαν.
Ο κύριος Δημήτρης Μπούρας σκηνοθετεί μία παράσταση βασισμένη σε μία ιστορία που έχει συμβεί στην αδελφή του, την κυρία Βασιλική Μπούρα, η οποία μάλιστα υπογράφει το κείμενο. Και βγάζει μία παράσταση με καθρέφτη την πραγματικότητα, με εντάσεις και ενθουσιασμό, μία παράσταση που στηρίζεται κατά μεγάλο ποσοστό στον αυτοσχεδιασμό, που με τις πρόβες και το τάλαντο των δύο ηθοποιών, γίνεται μία ιστορία, η οποία κατ’ ουσίαν οδηγεί τους ηθοποιούς.
Η κυρία Γαΐτη δημιουργεί κάτι καινούργιο εδώ. Φέρνει την πραγματικότητα μέσα από έναν σουρεάλ δοκιμαστικό σωλήνα και θερμαίνει τόσο όσο… Η πραγματικότητα τηγανίζεται μέσα στο ίδιο της το ζουμί και ο κόσμος παρακολουθεί κάτι, το οποίο του θυμίζει πολύ μια ιστορία από τα παλιά, η οποία ξέβαψε, ξεθώριασε, πέρασε στα υπόγεια του μυαλού και χάρηκε τόσο πολύ που δεν βρήκε υγρασία, που δεν θέλησε να παραπονεθεί για την ατελείωτη παραμονή της στον πάγκο των αναπληρωματικών.
Πέντε ηθοποιοί και χορευτές αναλαμβάνουν να μας ταξιδέψουν σε αυτή την αναζήτηση, σε αυτή την οδύσσεια. Οι κυρίες Ιώ Λατουσάκη και Ράνια Αθανασοπούλου και οι κύριοι Γιώργος Καφετζόπουλος, Μιχάλης Κουτσκουδής και Σάββας Σωτηρόπουλος. Προτέρημά τους η ατελείωτη δουλειά που έχουν ρίξει γι’ αυτό το δρώμενο. Δεν είναι μόνο η διαλεκτική ή ο τρόπος. Είναι η κίνηση, ο συγχρονισμός, η συνεχής επαφή, η αφήγηση μέσω της παλλόμενης «εικόνας» τους.
Το έργο κορυφώνεται σε μια έκρηξη οργής. Η Μαρία Μαλταμπέ ξεδιπλώνει όλο της το ταλέντο. Η έκφρασή της τσαλακώνεται, το σώμα της τινάζεται, σα να το μαστιγώνουν…
Οι «Άγριοι» είναι η πιο ισχυρή παράσταση της νέας θεατρικής σεζόν. Με την ωμή δύναμη και την αλήθεια της, λειτουργεί σαν γροθιά στο στομάχι, αφυπνίζοντας μας από τον λήθαργο στον οποίο έχουμε, σχεδόν προγραμματισμένα, βυθιστεί.
Ο μονόλογος στα καλύτερά του. Ο μονόλογος έτσι όπως ΠΡΕΠΕΙ να διδάσκεται και να επιτελείται. Θέλετε κάτι λιγότερο; Για πάτε να δείτε την παράσταση. Προσοχή όμως. Ο πρωταγωνιστής, ο οποίος στην ουσία περνάει μέσα από επτά χαρακτήρες και έχετέ το αυτό κατά νου, βαράει μύτο και καραβολίδα.
Ο σκηνοθέτης Διονύσης (Ενδυμίωνας) Γιακουμής αναλαμβάνει το έργο του Σαίξπηρ με έναν πρωτότυπο και εμπνευσμένο τρόπο, μετατρέποντάς το σε έναν νέο θεατρικό καμβά γεμάτο φρέσκες και δημιουργικές πινελιές.
Δύο πρωταγωνιστές με δυναμική παρουσία, με άνεση και σύνεση, με βηματισμό που θα μπορούσε άνετα να θεωρηθεί καλπασμός. Το Γιν και το Γιανγκ σε νουάρ μοτίβο και περιβάλλον, με τους ηθοποιούς να κάνουν δικό τους ό,τι θα τολμούσε κάποιος τρίτος να χαρακτηρίσει σαν «ξένο» και ίσως ηλιθιωδώς. Το μπιζάρισμα κρατά για πάνω από δύο λεπτά, τα επιφωνήματα κυριαρχούν και οι δύο ηθοποιοί υποκλίνονται ξανά και ξανά.
Ειδικά στην περίπτωση που είσαι γυναίκα, μπορεί να γελούσες λίγο περισσότερο με τις «ετικέτες», τους στερεοτυπικούς χαρακτηρισμούς και τις «προδιαγραφές», τις οποίες πρέπει να πληροίς σαν ένα είδος προς κατανάλωση.
Ένα εξαιρετικό κείμενο μας παραδίδει ο κύριος Μάνος Θηραίος – είναι μάλιστα το πρώτο του. Μία πραγματική ηθογραφία. Υπό εξέταση ο ανθρώπινος νους και μάλιστα σε μη κανονικές συνθήκες. Υπό εξέταση ένα θέμα. Καταστρέφεις τη ζωή του δίπλα σου, επειδή «έτσι»; Το κείμενο περνάει στη σκηνή ο κύριος Θοδωρής Βουρνάς. Και το κάνει σαν να δημιουργεί κινηματογραφική ταινία. Κι ας εξελίσσεται μέσα σε ένα δωμάτιο.
Γι’ αυτό, τα «Ζευγαρώματα» δεν είναι απλά μια κωμωδία ηθών, αλλά ένα “πανοπτικόν” της ανθρώπινης ύπαρξης. Το θέαμα όσο σκοτεινό ή δυσοίωνο είναι, δεν παύει να καταδεικνύει την αλήθεια μας. Μια αλήθεια γεμάτη αντιφάσεις.
Θέλω να γράψω δεκατόσες σελίδες Word, αλλά επειδή δεν είναι καλό πράγμα το σποϊλάρισμα, θα καταπιώ την επιθυμία, σαν το τσουρεκάκι που μας… Όχι, όχι, ΔΕΝ θα το κάνω. Α, μην το ξεχάσω… Αν σας ζητηθεί να εισπνεύσετε και να εκπνεύσετε, να το κάνετε. Και ρυθμικά ει δυνατόν.
Το έργο κορυφώνεται με έναν συγκινητικό μονόλογο που βυθίζει τον θεατή σε σκέψεις. Τι είναι εν τελεί η Ραραού; Μια πατρίδα με ξεφτισμένα ιδανικά; Μια καρδιά πρόχειρα μπαλωμένη, με αισθήματα και όνειρα σμιλεμένα μεταξύ αναγκαιότητας και τύχης;
Κινητικό θέατρο, μαύρη κωμωδία, παράλογο… Αναμίξεις που σταθμίζουν υπόθεση και διδάγματα. Το σεξτέτο απλώνεται στις τέσσερις γωνίες, σαν ομάδα μπάσκετ που κερδίζει και θέλει μόνο δύο λεπτά για να λήξει ο τελικός.
Όπως και η ίδια η πρωταγωνίστρια είπε, αναφερόμενη στη δύναμη του κινηματογράφου, είναι πραγματικά εκπληκτικό το πώς μια απλή δέσμη φωτός μπορεί να δημιουργήσει τόσο μαγικές εικόνες. Και αυτό ακριβώς ένιωθες, παρακολουθώντας την παράσταση. Σαν να βρισκόσουν μέσα σε μια ταινία, με την Κάτια Γέρου να σε οδηγεί με μαεστρία μέσα σε εικόνες, στιγμές και συναισθήματα.
Οι τέσσερις ηθοποιοί λειτουργούν σαν μία ομάδα. Μία γροθιά. Μία και πολλές ταυτόχρονα. Είναι φυσικοί, είναι ανθρώπινοι, πατάνε με άνεση το κουμπάκι «Δεν είμαι ρομπότ». Είναι λειτουργοί και κοινωνοί μίας ιστορίας, γραμμένης με όλη τη μαεστρία και όλη την αγάπη της δημιουργού.
H κυρία Βαγενά συγκινεί. Και συγκινείται. Δεν θα κρύψει τίποτα. Το κοινό θα συναισθανθεί. Θα βιώσει την ενσυναίσθηση ενός σπουδαίου θεατράνθρωπου, μέσα από τα ματάκια και τα αυτάκια μίας χνουδωτής γλύκας. Η αγάπη τα γιατρεύει όλα. Αυτό είναι το ηθικό δίδαγμα, αυτή είναι η κάθαρση. Η Λουλού είπε την ιστορία της και τώρα θα αναζητήσει θαλπωρή και χάδι στην αγκαλιά της δίποδης μαμάς της.
Η ομάδα νέων ηθοποιών – Αλίκη Αχνιώτου, Κώστας Γκόζιας, Θανάσης Κεφαλάς, Κατερίνα Κυπραίου, Νίκος Μαρνάς και Ελένη Νιωτάκη – επί σκηνής, χειρίζεται με μαεστρία, ένταση και σωματικότητα τις μεταβάσεις από ρεαλιστικούς σε συμβολικούς ρόλους.
Η σκηνική ειλικρίνεια του πρωταγωνιστή και η ενεργοποίηση των πάντων, σε ό,τι αφορά το σώμα του και τη διάθεσή του, είναι το κλειδί και η κλειδαριά στο έργο που θα έλθετε να παρακολουθήσετε.
Αν και η Λένα Διβάνη έγραψε την “Ωραία Θυμωμένη” το 2002, είκοσι τρία χρόνια μετά, το θεατρικό έργο προφανέστατα παραμένει ακόμα άκρως επίκαιρο, καθώς η πατριαρχική οργάνωση της κοινωνίας εξακολουθεί να απασχολεί την τέχνη, τη διανόηση και την καθημερινότητά μας. Το ανέβασμά της από τους Ιντεάλς είναι μια εμπειρία με δυναμικές ερμηνείες, ευχάριστες μελωδίες και αλληλεπίδραση με το κοινό.
Εγώ θα πήγαινα εύκολα να το ξαναδώ. Όχι εύκολα, δεν το γράφω καλά. Θα πίεζα για να πάω ξανά. Και θα έπαιρνα και κόσμο μαζί μου. Γιατί αυτές οι κινήσεις είναι καλό να γίνονται γνωστές παντού. Γιατί ο κόσμος έχει ανάγκη τέτοιες δουλειές.
Η κυρία Δήμητρα Χατούπη είναι απίστευτη! Δεν είναι μόνο το ότι έχει κάνει το “Mamet speak” δικό της και μπορεί να το έχει κατοχυρώσει κιόλας… Είναι… Τι να πω και τι να γράψω τώρα… Είναι σαν η Loreena Mckennitt να θέλησε για μία στιγμή να σταματήσει να κάνει αυτό που κάνει και να αποφάσισε να παίξει στην παράσταση! Η κυρία Χατούπη είναι το τέλειο ξωτικό!
Ο Χρήστος Παρδάλης, ο Βαλίν της παράστασης, ακροβατεί με μαεστρία τον ήρωά του ανάμεσα στα δυσπρόσιτα σοκάκια της ψυχοσύνθεσής του. Θυμίζει μια τον Άγγελο και μια τον Σατανά. Η Δέσποινα Καραγιάννη, στον ρόλο της Γκερλήν, γίνεται ο ζωγράφος της παράστασης, βάζοντας χρώματα στον μονόχνοτο και αυστηρά ασπρόμαυρο καμβά.
Το κείμενο της Σαμ Χόλκροφτ – το οποίο μάλιστα είναι μόλις δύο και κάτι ετών – είναι από μόνο του μία εξτραβαγκάνζα, μία σάτιρα υψηλής ποιότητας, ένα ηχηρό χαστούκι στην κοινωνία μας, η οποία άγεται και φέρεται από πολιτικούς, ολιγάρχες και τα αφεντικά τους. Είναι μέρα επειδή εκείνοι το επιτρέπουν. Θα νυχτώσει όταν εκείνοι δώσουν το σινιάλο.
Η σκηνοθέτιδα Εύχαρις Παπαϊωάννου στήνει τον ιστό με διόραση, με απαράμιλλη τεχνική και δημιουργεί μια τρισδιάστατη γήινη ατμόσφαιρα. Οι ηθοποιοί βουτάνε βαθιά στους ρόλους τους, ενώ ο θεατής εστιάζει στις μικρές λεπτομέρειες, προσπαθώντας να φτιάξει το παζλ, ενώ συνεχώς ανακαλύπτει νέα κομμάτια του.
Γιάννης Λεάκος, Δημήτρης Ντάσκας, Γιώργος Τζαβάρας, Μιχάλης Ζαχαρίας, Γεωργία Σωτηριανάκου, Ιωάννα Σίσκου. Οι ηθοποιοί. Οι κύριοι και οι κυρίες που ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας το πανδύσκολο έργο τους. Οι πρωταγωνιστές των οποίων οι φωνές ακούστηκαν πολύ λίγο ή καθόλου, εντούτοις πήραμε όλη την πληροφορία, όλο το πάθος, όλη την παιχτική μαεστρία.
Πρόκειται για ένα πάρα πολύ δυνατό κείμενο, με κοινωνικό πρόσημο και πολιτική ταυτότητα, που μεταφέρεται με σεβασμό και αγάπη επί σκηνής.
Ο Yoel Wulfhart σκηνοθετεί με πάθος μια σάτιρα που πικάρει, που αναστατώνει σε κάθε σκηνή. Βάζει πινελιές ώστε να δημιουργήσει έντονες κωμικές καταστάσεις, δηλώνοντας μέσα από το γέλιο τη σοβαρότητα των καταστάσεων.
Η ιστορία τους καταλήγει με την αποτυχία μιας κομπίνας. Δεν πέτυχε, αλλά αυτό που μένει είναι κάτι βαθύτερο. Η συνειδητοποίηση ότι κάθε επιλογή κουβαλά ευθύνη. Κάποιος γελάει, κάποιος νευριάζει, κάποιος νιώθει ανακούφιση. Η ζωή συνεχίζεται, όχι όπως τη φαντάζονταν, αλλά όπως πραγματικά είναι.
Τα κοστούμια ξετρελαίνουν τους θεατές κάθε ηλικίας και οι ερμηνείες είναι τέτοιες, που το παραμύθι γίνεται ό,τι θα θέλαμε να μας συμβεί εκείνο το μεσημέρι και μόνο αυτό. Συμπάσχουμε, χαμογελάμε, γελάμε και χειροκροτούμε ένα θέαμα λίγο καλύτερο από άριστο. Η Κάρμεν της καρδιάς μας έχει τη συνταγή. Και την κάνει κάθε φορά καλύτερη. Η τέρψη των ψυχών με απλά βήματα και σταθερές κινήσεις.
Οι τρεις πρωταγωνιστές, ο κύριος Δημήτρης Καπετάνιος και οι κυρίες Πένη Μπουκουβάλα και Αιμιλία Σιαφαρίκα, μεταφέρουν το κείμενο του κυρίου Γιάννη Ασκάρογλου, ο οποίος υπογράφει και τη σκηνοθεσία. Είναι και οι τρεις τους κουμπωμένοι σε ένα δίπολο. Αυτό του ρόλου τους και εκείνο του «εξωτερικού παρατηρητή». Θα έλεγε κανείς πως υπάρχουν στην παράσταση στοιχεία που παραπέμπουν ακόμα και στους Monty Python.
Η ερμηνεία του Τάκη Χρυσικάκου είναι συγκλονιστική. Βαθιά συγκινητική, γεμάτη ένταση και συναισθηματική φόρτιση, άξια του μεγάλου αυτού χαρακτήρα.
Τι ιστορία είναι πάλι τούτη; Πώς είναι δυνατό να κατεβάζει τέτοιες ιδέες το ανθρώπινο μυαλό; Ένα εκπληκτικό αφήγημα με την υπογραφή του υπέρ-θεόρατου Νικολάι Γκόγκολ, το οποίο πήρε η κυρία Σοφία Καραγιάννη, του έκανε μία τρομερή απόδοση, το σκηνοθέτησε ακόμα πιο τρομερά και μετά ήλθε η απίστευτη ομάδα GAFF, την οποία έχουμε λατρέψει με το συγκλονιστικό «Καλά, εσύ πέθανες νωρίς» και η οποία έκανε πάλι το θαύμα της.
H ιστορία του Στράτου Διονυσίου. Του κορυφαίου Έλληνα λαϊκού ερμηνευτή. Του ανθρώπου που τραγούδησε με τέτοιο τρόπο, που τρέλανε τον κόσμο!
Το «ΥΠΕΡΒΑΡΟ, ασήμαντο: ΑΣΧΗΜΑΤΙΣΤΟ» προσφέρει μια ενδιαφέρουσα ματιά στην ανθρώπινη ύπαρξη, γεμάτη από σιωπηλές εντάσεις και αδιέξοδες στιγμές. Καταφέρνει να αγγίξει τον θεατή με την αυθεντικότητα και τη δύναμη των χαρακτήρων της.
Πολύ έξυπνο το στήσιμο για φωτογραφίες, κάθε φορά. Όποτε το έκαναν, το χαιρόμουν και το καμάρωνα. Θα ήθελα μάλιστα να ακουγόταν, κάθε φορά και το κλικ της κάμερας και να άστραφτε. Είναι στιγμές ζωής, δοσμένες μέσα από μία σκηνοθεσία που έρχεται να δείξει πως το θέατρο είναι τελικά η τέχνη των ηθοποιών. Εκείνοι αναλαμβάνουν να βγάλουν φως από το σκοτάδι, πολλά από το τίποτα και τον κουβά με το χρυσάφι από ένα ουράνιο τόξο που δεν εμφανίστηκε ποτέ.
Οι δύο χορεύτριες, Μαρία Βούρου και Σάνια Στριμπάκου, με άρτια τεχνική κινούνται και αντιπαραβάλλονται ρυθμικά, σε μια διαρκή συνομιλία δίχως λόγια. Ωστόσο, τα βλέμματα, τα αγγίγματα και οι παύσεις φέρουν νοήματα που μεταφέρονται μέσω της σωματικότητας. Αγάπη, πόθος, φθορά, απογοήτευση, οργή, συμφιλίωση…
Με τον συμπαθή και κλασικό «κομπιουτεράκια» που υποδύεται ο κύριος Παπακώστας, δεν θα τολμούσες να φανταστείς το τέρας στο οποίο μεταμορφώνεται. Αλλά τελικά, σκέφτεσαι πως τα χειρότερα τέρατα δεν προειδοποιούν με την εμφάνισή τους. Η σταδιακή του μετάβαση, από το φαινομενικά άκακο στο απόλυτα τρομακτικό, είναι καθηλωτική, ένα μάθημα ερμηνευτικής ακρίβειας. Η κυρία Σπύρου είναι υπέροχη. Θαρραλέα, εύθραυστη και δυναμική ταυτόχρονα, παλεύει να κρατήσει την ανθρωπιά της σε έναν κόσμο που καταρρέει.
Είναι ένας μονόλογος που θα έπρεπε όλοι μας να παρακολουθήσουμε, γιατί μέσα από εκείνον θα ακούσουμε και τον εαυτό μας.
Η ιστορία για τον Ταμεία του σωματείου «Πυθαγόρας» είναι τουλάχιστον προφητική. Ο μεγάλος ποιητής έβαλε τις βάσεις και αυτή η ομάδα έδωσε το ύψος για να γίνει εικόνες εκείνη η σειρά φράσεων. Η σκέψη και μόνο, καθώς αντικρύζεις και παρακολουθείς και αφομοιώνεις, είναι γροθιά στο στομάχι.
Η Λητώ Τριανταφυλλίδου και ο Πάνος Βλάχος πήραν την ιστορία του Δον Ζουάν και τη μετέφεραν στο τώρα, σκιαγραφώντας με ζωντανά χρώματα τη θέση του άνδρα αλλά και τις συνέπειες όλων αυτών των γαλουχιών που έχει υποστεί το φύλο ανά τους αιώνες.
Η κυρία Λίλη Τσεσματζόγλου εμφανίζεται σαν χαμίνι που ξέμεινε από το «Πυγμαλίων». Πλένει το πρόσωπό της ή ενισχύει την ήδη εγκατεστημένη μουτζούρα πάνω του; Μήπως η ίδια πασχίζει να γίνει μία τεράστια μουτζαλιά και να γλυτώσει από τις κακοτοπιές, βλέπε διάφορα είδη εστέτ;
PIGALLE. Μία μαύρη κωμωδία που θίγει βαθιά κοινωνικά ζητήματα. Με κεντρικούς άξονες την έμφυλη βία, την κοινωνική αδιαφορία και την αναζήτηση νοήματος, σε μια κοινωνία που μοιάζει ευημερούσα, αλλά είναι εσωτερικά κενή.
Το πιο ενδιαφέρον όμως, κατ’ εμέ, είναι η σύγκρουση που δημιουργείται ανάμεσα στους τρεις απαγωγείς, μέσα από την οποία σκιαγραφείται η ευκολία της διχοτόμησης της κοινωνίας, τόσο ως δημιούργημα των «ανωτέρων», για λόγους κατευνασμού της οργής, όσο και ως αποτέλεσμα «εκ των έσω», λόγω ατομικών συμφερόντων.
Η Ελεγεία της Μνήμης είναι ένα έργο που, παρά τον επιστημονικό του φαντασιακό χαρακτήρα, αγγίζει τις πιο βαθιές πτυχές της ανθρώπινης ψυχής, φέρνοντας στο προσκήνιο ερωτήματα για τη ζωή, την αγάπη και το παρελθόν, που δεν μπορούμε να κρατήσουμε.
Η Κύνθια χορεύει, προτρέπει, αραδιάζει διάφορα προϊόντα πάνω στο λευκό «κάτι» και ρωτά ευθέως. Απαντά η ίδια στην ερώτησή της και μας κοιτά τόσο διαπεραστικά. Είναι το βλέμμα του Ian Gillan, όταν έλεγε πως κοιτά τον κάθε θεατή του με ένα ύφος «Απόψε θα παίξω μόνο για σένα».
Μία σύγχρονη Αλίκη πέφτει στη μεταμοντέρνα κουνελότρυπα και στην άλλη άκρη του δοκιμαστικού σωλήνα συναντιέται με ένα ον που μπορεί να της «δώσει» ιστορίες. Αρκεί να διαλέξει εκείνη ποια επιθυμεί. Μπορεί, καθώς φαίνεται, να έχει όποιον ρόλο της αρέσει.
Η κυρία Σκλάβου είναι άμεση, είναι ένας αφοπλιστικός χείμαρρος που σε σαρώνει. Καταφέρνει να μας συγκινήσει, να μας κάνει να δούμε ποια ήταν πραγματικά αυτή η ερμηνεύτρια. Βλέπουμε τον άνθρωπο πίσω από το όνομα και αναλογιζόμαστε πόση ψυχική δύναμη, πείσμα και πάθος είχε, ώστε να υπερπηδήσει όλα τα εμπόδια, να νοιώσει ελεύθερη και να κυνηγήσει το όνειρό της.
Μοναδική και η φωνή της ερμηνεύτριας, όπως και το στήσιμό της επί σκηνής καθώς και η σύνθεση του Κονταξάκη. Με τον τρόπο που παίζει, δημιουργεί μια ταξιδιάρικη διάθεση στους θεατές. Από κοντά και οι υπόλοιποι συντελεστές, με το ακορντεόν να ακολουθεί πιστά την ηρωίδα, δίνοντας ένα τόνο μελαγχολίας στη διήγησή της.
Ο κύριος Παναγιώτης Μαρίνος, ο οποίος υποδύεται τον στρατηγό, είναι επιβλητικός, λάμπει στον ρόλο του και ακτινοβολεί καλοσύνη. Ένας στρατιώτης που τιμά την πατρίδα του. Είναι φυσικός στις κινήσεις και τις εκφάνσεις του και τραβά όλο τον θίασο μαζί του.
Έβλεπα τον Κώστα Βασαρδάνη στον ρόλο αυτού του ανθρώπου και σκεφτόμουν πόσο δίκιο έχει, πόσο μάταια είναι όλα. Πόσο εύστοχα μιλά και πόσο δύσκολο είναι να εισχωρήσουν τα λόγια του στην πληκτική και δήθεν παρέα του. Ο τρόπος που υποδύεται τον ήρωά του έχει μια ζωντάνια, μια αμεσότητα.
Ενθουσιάστηκα με το σκηνοθετικό εύρημα, όπου οι χαρακτήρες κουβαλάνε στα βαλιτσάκια τους τα ρούχα που θα βάλουν, κάνοντας ξεκάθαρο ότι θα παρακολουθήσεις μία καινούρια «υπόθεση» και έναν επιπλέον τύπο ανθρώπου και όλο αυτό επί τέσσερα κάθε φορά.
Η σκηνοθεσία, σε συνδυασμό με τον φωτισμό και τη μουσική, ενισχύει την ατμόσφαιρα του έργου, δημιουργώντας ένα ολοκληρωμένο θεατρικό αποτέλεσμα. Το Λέμονγκρας δεν είναι απλώς μια παράσταση, αλλά μια εμπειρία που προσκαλεί το κοινό να αισθανθεί, να σκεφτεί και να δει τον κόσμο από μια νέα οπτική.
Είδαμε μία παράσταση που στέκει και μένει σαν ύμνος στην ανθρώπινη φιλία, ιδίως ανάμεσα σε ανθρώπους που ξεδιάντροπα περιθωριοποιεί η κοινωνία μας, λόγω του ότι «είναι μεγάλοι». Είδαμε ένα έργο που δείχνει την αγάπη ανάμεσα σε δύο πλάσματα και πώς αυτή πλάθει ένα ονειρικό σκηνικό, γεμάτο συγκίνηση.
Η απλότητα των σκηνικών και της ενδυμασίας των ηθοποιών, σε συνδυασμό με τη ρεαλιστικότητα του παιξίματος των δύο έμπειρων αυτών ηθοποιών (Μαριτίνα Πάσσαρη, Μαρία Μακρή), καθιστά την παράσταση ένα θεατρικό έργο, που έχει σκοπό να αγγίξει με διακριτικό τρόπο τις ψυχές των θεατών.
Ο Θωμάς Βούλγαρης, στον ρόλο του κυρίου Λαν, είναι εξαιρετικός. Πολυεπίπεδος και μοναδικά κωμικός. Λάτρεψα την Αγγελική Καρυστινού στον ρόλο της κυρίας Τζούνο. Λάτρεψα το πληθωρικό της ταπεραμέντο και τον τρόπο που ζωντάνεψε την ηρωίδα που υποδυόταν.
Ο κόσμος που πλημμύρισε το θέατρο Παλλάς έφυγε έχοντας γελάσει πολύ. Πηγαίνοντας από το ένα θέμα στο άλλο, οι δυο υπερταλαντούχοι ηθοποιοί έδωσαν το δικό τους στίγμα αλλά και τις δικές τους ερμηνείες σε πολλά θέματα.
Στον ρόλο της κυρίας του κυρίου, της συζύγου του γιατρού Γκίβινγκς, ένα πραγματικό μαργαριτάρι! Η κυρία Γαλήνη Χατζηπασχάλη, είναι μάλλον η αιχμή του δόρατος, ελέω ρόλου και λόγω της εκπληκτικής υποκριτικής της ικανότητας. Ατάκες τύπου «Πού να ξέρω εγώ» και «Πω-πω κακό που μας βρήκε» όχι μόνο απέκτησαν νέα διάσταση… Ήταν απλά καταιγιστικές!